Ο Απρίλης για μας τους Έλληνες είναι η άνοιξη και το Πάσχα. Είναι ο τέταρτος μήνας του ρωμαϊκού ημερολογίου και ονομάστηκε έτσι από το λατινικό ρήμα aperio, που σημαίνει ανοίγω, επειδή το μήνα αυτόν ανοίγουν τα πάντα: τα δέντρα, τα λουλούδια, ο καιρός. Είναι ο κατεξοχήν μήνα της άνοιξης και στην Ρώμη ήταν αφιερωμένος στη θεά του έρωτα - την Αφροδίτη.
Την πρωταπριλιά όπως ξέρουμε, το’χουν καλό να λένε ψέματα, να γελούν κάποιον (κοροϊδεύουν). Γιατί άραγε; Το έθιμο φαίνεται να μην έχει αρχαιοελληνική ρίζα και πιθανότατα μας ήρθε από την Γαλλία που δημιουργήθηκε το 16ο αιώνα ως εξής:
Στην Γαλλία από τον 13ο αιώνα η 1η μέρα του έτους ήταν η 1η Απριλίου. Το 1564 μ.Χ. ο Κάρολος Θ’ μετέθεσε την 1η ημέρα του έτους στην 1η Ιανουαρίου για να συμβαδίζει με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό δυσαρέστησε τους υποστηρικτές της παραδοσιακής τάξης των πραγμάτων (όπως εμείς έχουμε τους παλαιοημερολογίτες). Έτσι αυτοί που δέχτηκαν την αλλαγή πείραζαν τους παλιοημερολογίτες με ένα έξυπνο τρόπο: Τους έστελναν την πρώτη Απριλίου ψεύτικα πρωτοχρονιάτικα δώρα-τα αληθινά τα πήγαιναν την 1η Ιανουαρίου- και τους γελούσαν και τους έλεγαν ψέματα. Μια άλλη ερμηνεία έχει σχέση με τους Κέλτες, που άρχιζαν το ψάρεμα στα δικά τους μέρη την 1η Απριλίου. Ψάρια μπορεί να μην έπιαναν, διηγούνταν όμως ψεύτικες ιστορίες, όπως όλοι οι ψαράδες και οι κυνηγοί. Γιαυτό και το πρωταπριλιάτικο ψέμα οι γάλλοι το λένε poison d’avril - δηλαδή «ψάρι του Απρίλη».
Αλλα ας έρθουμε στο περιεχόμενο του ελληνικού Απρίλη. Είναι ο μήνας της άνοιξης με δύο όψεις κι αυτός : μια καλή και μια κακή. Η καλή είναι ότι ο καιρός σταθεροποιείται σύμφωνα με το λαό από τις 18 Απρίλη. Λένε για τον καιρό πολλά όπως:
«Και τ’Απριλιού στις δεκαοχτώ, πέρδικα κάθεται στο αυγό (δηλαδή ζέστη)»
Μια άλλη καλή όψη του Απρίλη συνδέεται με το μεγάλωμα των σπαρτών και την ευεργητική βροχή που τα κάνει να μεγαλώσουν. Για την βροχή του Απρίλη υπάρχουν πολλές παροιμίες όπως:
«Του Απρίλη η βροχή κάθε κόμπος και φλουρί».
Είναι τόσο καλή η βροχή του Απρίλη, ώστε στην Κομοτηνή τη θεωρούσαν μεγάλο γιατρικό για την θέρμη (πυρετό). Γιαυτό την έβαζαν σ’ένα μπουκάλι και πότιζαν μ’αυτό εκείνον που είχε θέρμη.
Η κακή όψη του Απρίλη είναι το χαλάζι. Οι γεωργοί προσπαθούν να αποτρέψουν το κακό αυτό με μέσα μαγικά. Επειδή το χαλάζι είναι άσπρο και λαμπερό πιστεύουν πως μπορούν να το ξορκίσουν με το φως της Ανάστασης που επίσης είναι άσπρο και λαμπερό. Στην περιοχή της Φθιώτιδας λένε πως τη νύχτα που γίνεται η Ανάσταση, ένας επίτροπος της εκκλησίας παίρνει μια σκλίδα (καλάμι βρίζας) αγιασμένη από τον αγιασμό των Φώτων, ανεβαίνει στο καμπαναριό ψηλά και την ανάβει. Ο τόπος γύρω που θα δει το φως αυτής της σκλίδας δεν έχει ανάγκη από χαλάζι. Παρόμοια αποτρεπτική σημασία φαίνεται να έχει σε χωριά των Αγράφων όπου τη νύχτα της Ανάστασης, όταν ο παπάς λέει το «Χριστός Ανέστη», ο κόσμος ανάβει τον «φανό».
Τα παιδιά έχουν μαζέψει κλαδιά σε ένα βράχο και οι υπόλοιποι με την λαμπάδα που έχουν αναμμένη βάζουν φωτιά στον φανό (κλαδιά) και έτσι ξορκίζεται το χαλάζι.
Αλλά η πραγματικά κακή όψη του Απρίλη είναι η όψη της πείνας: «Απρίλης, γρίλης, τιναχτοκοφινίδης». Έχουν σώσει τα αποθέματα την εποχή αυτοί και τα κοφίνια είναι άδεια και καραδοκεί το φάσμα της πείνας.
Η γιορτή του αη Γιώργη τον Απρίλη θεωρείται σύνορο χρονικό, κυρίως για τους κτηνοτροφικούς πληθυσμούς όπου οι τσομπάνηδες ανεβαίνουν στα βουνά και αρχίζει το θέρος. Τότε γίνονται και όλες οι κτηνοτροφικές και γεωργικές συμβάσεις. Τότε «στοιχούσαν», δηλαδή την ημέρα του αη Γιώργη προσλάμβαναν νέους εργάτες για έξη μήνες και μετά τις ανανέωναν το φθινόπωρο του Αη Δημήτρη. Γενικά τότε έκλειναν τις περισσότερες δουλειές τους. Ο Αη Γιώργης, ως καβαλάρης δρακοντοκτόνος, έχει σχέση με το νερό, το νερό το πόσιμο, της πηγής και του πηγαδιού. Η στέρηση του νερού είναι βάσανο μεγάλο. Ο Αη Γιώργης όπως λέει το παραμύθι και τα δημοτικό τραγούδι είναι ο ήρωας που σκοτώνει το θεριό. Ποιο είναι το θεριό; Είναι ο δράκοντας που βγάζει από το στόμα του φλόγες και που κρατάει το νερό της πολιτείας . Έτσι ο Αη Γιώργης τον σκοτώνει και ελευθερώνει και την βασιλοπούλα, όπως λέει το παραμύθι. Στο πανηγυράκι του Αη Γιώργη στην Αράχωβα παλιότερα έκοβαν την προηγουμένη της γιορτής το νερό γέμιζε η δεξαμενή και αφού άρχιζε ο εορτασμός, η λιτανεία της εικόνας του Αη Γιώργη και ο χορός με τούμπανα και καραμούζες απολούσαν το νερό από την δεξαμενή για να ξαναζήσουνε τη ιστορία του Αϊ Γιωργιού του παραμυθιού. Μέσα στο τραγούδι των γερόντων του χωριού υπάρχου και οι εξής στίχοι :
«Πανηγυράκι γίνεται κάτω στον αη Γιώργη…..απόλα, δράκο μ’ το νερό να πιει το πανηγύρι».
Μια άλλη γιορτή όπου επίσης μορφοποιείται το περιεχόμενο του χρόνου είναι η γιορτή του αγίου Μάρκου στις 25 του μήνα. Είναι αλαφρή γιορτή, περνάει σχεδόν απαρατήρητη για όλο τον άλλο κόσμο, όμως για τους γεωργούς είναι ιδιαίτερα σεβαστή οι οποίοι κρατούν την αργία της. Δεν ζεύουν αλέτρι, δε βαρούν τσαπισιά στο χωράφι για να μην πάθουν κανένα κακό (από φίδια κλπ). Ο Άγιος Μάρκος είναι για τα φίδια. Η σύνδεση οφείλεται, όπως συμβαίνει συχνά στην λαϊκή παράδοση, σε μια παρετυμολογία (λανθασμένη ερμηνεία καταγωγής λέξης). Δηλαδή το όνομα του αγίου Μάρκου παρετυμολογήθηκε από το μαργώνω, μαρκώνω, ναρκώνω. Πιστεύουν, δηλαδή, πως ο άγιος τους προστατεύει από τα φίδια γιατί τα μαρκώνει ή τα ναρκώνει. Στη Γρανίτσα των Αγράφων, λένε:
« Μάρκο, Μάρκο, μάρκωσε τα (τα φίδια δηλαδή) κι Αη Γιώργη τύφλωσε τα».
Και τώρα ας έλθουμε στην μεγάλη γιορτή της άνοιξης που συνήθως πέφτει τον Απρίλη, το Αγιο Πάσχα. Το χριστιανικό Πάσχα κατάγεται από το εβραϊκό, και αυτό πάλι από την Αιγυπτιακή γιορτή Πισάχ που ήταν η γιορτή της εαρινής ισημερίας. Πισάχ σήμαινε το πέρασμα, την διάβαση του Ήλιου από τον ισημερινό. Οι Εβραίοι υιοθέτησαν την γιορτή από την παραμονή τους στην Αίγυπτο και μετά την επιστροφή τους εξακολούθησαν να τη γιορτάζουν με άλλο περιεχόμενο. Η γιορτή πήρε εθνικό χαρακτήρα και γιορτάζονταν η ανάμνηση της διάβασης της Ερυθράς θάλασσας, όπως ξέρουμε, χάρη στο θαύμα του Μωϋσή. Αργότερα την εναρμονίσανε με τη γεωργική τους παραγωγή. Γιόρταζαν το Πάσχα την εποχή που τα στάχυα είχαν πια ωριμάσει και μπορούσαν να τα προσφέρουν, την τρίτη μέρα του Πάσχα, ως απαρχές, ως πρώτους καρπούς δηλαδή στο βωμό. Ακολουθούσε η χαρμόσυνη περίοδος του θέρους, η Πεντηκοστή, για 50 ημέρες μετά το Πάσχα.
Οι χριστιανοί πήραν το Πάσχα από τους εβραίους με νέο περιεχόμενο: την Ανάσταση του Κυρίου. Η Πρώτη Οικουμενική σύνοδος, το 325μ.Χ. όρισε να γιορτάζεται το Πάσχα την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας για 2 λόγους: Πρώτα να διαφοροποιηθεί από το Πάσχα των Εβραίων που γιορτάζονταν ανήμερα την πανσέληνο και δεύτερον για να εναρμονιστεί με το ιστορικό γεγονός της Ανάστασης, που συνέβηκε μετά το εβραϊκό Πάσχα. Βέβαια η μείζων περίοδος του χριστιανικού Πάσχα αρχίζει με την αρχή του Τριωδίου (Κυριακή του Τελώνη και Φαρισαίου και τελειώνει με την Πεντηκοστή (120 ημέρες). Η καθαυτό κλιμάκωση του δράματος αρχίζει με την ανάσταση του Λαζάρου, που προεικονίζει, θα έλεγε κανείς ,8 ημέρες πριν, το θάνατο και την ανάσταση του Χριστού, και κορυφώνεται με την Ανάσταση, την νίκη δηλαδή του Χριστού πάνω στον μεγαλύτερο εχθρό του ανθρώπινου γένους, τον θάνατο. Ακολουθεί η Ανάληψη (επιστροφή του Υιου στον πατέρα) και η Πεντηκοστή όπου στέλνεται το Άγιο πνεύμα στους μαθητές.
Μέσα σε αυτό το δογματικό περιεχόμενο της μείζονος περιόδου του Πάσχα έχουν ενταχθεί, ως λαϊκά πια έθιμα, πολλές από τις προχριστιανικές, τις παγανιστικές και λατρευτικές συνήθειες που συνδέονται με το φυσικό περιεχόμενο αυτής της εποχής. Συνδέονται δηλαδή με την βλάστηση και με τους κινδύνους που την απειλούν. Επομένως, τα έθιμα αυτά έχουν από τη μια μεριά χαρακτήρα γονιμικό, προσπαθούν με μαγικό τρόπο να ενισχύσουν τη γονιμότητα της γης και από την άλλη αποτρεπτικό χαρακτήρα (με μαγικό τρόπο προσπαθούν να αποτρέψουν το κακό και τους κινδύνους που απειλούν τη βλάστηση αυτήν την εποχή).
Επιχειρώντας να κάνουμε μια πρόχειρη κατάταξη θα λέγαμε τα μεγάλα Ψυχοσάββατα (γιορτές των νεκρών) την περίοδο αυτή ανήκουν στα έθιμα της γονιμότητας, γιατί οι νεκροί είναι οι πρώτοι δαίμονες της βλάστησης, εφόσον από αυτούς εξαρτάται η ευόδωση των καρπών της γης. Το κάψιμο του Ιούδα από την άλλη μεριά, μολονότι συνδέθηκε με το συγκεκριμένο πρόσωπο της εκκλησιαστικής ιστορίας είναι ένα έθιμο προχριστιανικό με χαρακτήρα αποτρεπτικό ή καθαρτικό, - καίνε το δαίμονα του κακού. Το ίδιο γίνεται και με τις φωτιές που ανάβουν το Πάσχα για να ξορκίσουν το χαλάζι όπως είπαμε προηγουμένως.
Ένα έθιμο κατεξοχήν που γίνεται ανοιξιάτικο και χαρούμενο είναι οι κούνιες που γίνονται το Πάσχα. Έχει αρχαία ελληνική καταγωγή. Αποτελούσε τελετουργικό στοιχείο της δεύτερης ημέρας των Ανθεστηρίων (γιορτή Αθηναίων). Οι κούνιες έχουν χαρακτήρα γονιμικό και αποτρεπτικό, Λένε «κουνιόμαστε για να γίνουν τα στάχυα αλλα και να φύγουν τα φίδια». Ο αέρας που δημιουργείται με το κούνημα ενεργεί καθαρτικά πάνω στο κορμί. Φυσικά το έθιμο της κούνιας έχει και κοινωνική σημασία. Μόνο τα κορίτσια κουνιούνται από τα αγόρια σε πολλά μέρη και ανταλλάσσουν εκείνη την ώρα στιχάκια και τραγούδια. Στη Ρόδο το αγόρι τραγουδάει:
«Κούνια μου κούνησε τη, για να βραδιάσει η μέρα να ξημερώσει, να τη δω, να πάρει ο νους μου αγέρα»
Και η κοπέλα απαντάει:
«Που να χαρείς τα χέρια σου τα μαργαριταρένια που κούνησαν κι άλλες πολλές τώρα κουνούν κι εμένα»
Αλλά, βέβαια αν πρέπει με κάτι να συνδέσουμε κατεξοχήν το Πάσχα αυτό είναι το πολύ και το καλό φαί. Οι Έλληνες ήταν πάντα λιτοδίαιτοι. Φασόλια και λαχανίδες έτρωγαν οι αρχαίοι μας, όπως μας λέει ο Αριστοφάνης. Ύστερα με τον χριστιανισμό, πάνω στην πραγματική στέρηση προστέθηκε και η θρησκευτική, η νηστεία. Μόνο το Πάσχα τρώγανε καλά οι παππούδες μας. Γι αυτό υπάρχει και το ρήμα πασκάζω, που σημαίνει τρώω πολύ και καλά. Ύστερα από την μακρότατη νηστεία της Σαρακοστής ο οβελίας που ψήνεται και η κνίσα που ανεβαίνει ως τον ουρανό αποτελεί το όνειρο κάθε πιστού. Στη Μυτιλήνη, που είναι χωρατατζήδες, παραφράζοντας το εκκλησιαστικό τροπάριο, τραγουδούν και λένε:
«Ο άγγελος εβόα και ο παπάς ευλόα τη γίδα τη ψημένη και την χαριτωμένη. Ψήσου γίδαμ’ ψήσου και ροδοκοκκινίσου να σε ξεκοκαλίσου μ’ένα κουβά κρασί»
πηγή: Οι 12 μήνες ΤΑ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ Αλκη Κυριακίδου –Νέστορος, Εκδόσεις Μαλλιάρης-παιδεία
Τσιαμήτρος Γιάννης
εκπ/κός- χοροδιδάσκαλος
0 Σχόλια