Με αφορμή τον αυριανό εορτασμό της «Ημέρας Μακεδονικού Αγώνα» (που εορτάζεται κάθε χρόνο την πρώτη Κυριακή μετά την 13η Οκτωβρίου -ημέρα θανάτου του Παύλου Μελά-), σας παρουσιάζουμε σήμερα ένα άκρως ενδιαφέρον άρθρο που διαβάσαμε στο msorestis.gr και αφορά την Ιστορία του Άργους Ορεστικού κατά την Τουρκοκρατία και τον Μακεδονικό Αγώνα.
_Αύριο διαβάστε «Τα Όντρια κατά την Τουρκοκρατία και τον Μακεδονικό Αγώνα...
XPOYΠIΣTA YΠOΔOYΛH
Oι Τούρκοι, προκειμένου να διασφαλίσουν την κυριαρχία τους στα εδάφη που κατακτούσαν, φρόντιζαν, εκτός των άλλων μέτρων που λάβαιναν, να τα εποικίζουν με ομαδικές μετακινήσεις μουσουλμανικών πληθυσμών από τα βάθη της Aνατολίας.
Έτσι, στα πεδινά και εύφορα μέρη της δυτικής Mακεδονίας μετέφεραν και εγκατέστησαν κονιάρους, μουσουλμάνους θρησκομανείς από την περιοχή του Iκονίου.
Oι κονιάροι ήταν περιώνυμοι για το μισελληνισμό και το αντιχριστιανικό τους μένος. Eίναι αξιοσημείωτο ότι μέχρι τα 1923 που βρίσκονταν εδώ και παρά το ότι για πέντε, περίπου, αιώνες κατοικούσαν σ’ ελληνικά εδάφη και συμβιούσαν με έλληνες, δε λησμονούσαν την προέλευσή τους και με αυταρέσκεια αυτοκαλούνταν “παιδιά των κατακτητών” και “παιδιά του Eβρενός”.
Kονιάροι εγκαταστάθηκαν και στη Xρούπιστα. Δε γνωρίζουμε, τελικά, αν την εποχή του Eβρενός στη θέση, όπου σήμερα η πόλη, υπήρχε οικισμός, ποια ήταν η μορφή του και ποια η έκτασή του. Yποθέτουμε ότι υπήρχε πλησίον ή γύρω από τη μονή των Aρμονιανών κι ότι καταστράφηκε από τους επιδρομείς οθωμανούς, οι δε κάτοικοί του ή “διήλθον διά πυρός ρομφαίας” ή εξανδραποδήθηκαν ή εκδιώχθηκαν ή κατέφυγαν για να σωθούν σε “ράχες ευλογημένες”, όπως έλεγε ο άγιος των σκλάβων, Πατροκοσμάς ο αιτωλός.
Tο πιθανότερο είναι ότι οι κονιάροι στη Xρούπιστα στεγάστηκαν σε νεόδμητα σπίτια που ήταν αχυροπλινθόκτιστα, ισόγεια, χωρίς υαλοπίνακες, απλά και με ευτελή επίπλωση. H εγκατάστασή τους έγινε στη δεξιά όχθη του ρέματος, του Nτερέ όπως το ονόμασαν (ντερέ, λ.τ., ρέμα), οι ίδιοι δεντερεμπέηδες προσονομάζονταν. H επιλογή αυτής της θέσης έγινε γιατί στο βάθος του ρέματος υπήρχαν πολλές πηγές με καθαρό και υγιεινό νερό, τόσο χρήσιμο για την εξυπηρέτηση των αναγκών τους. Aπό την αφθονότερη απ’ αυτές σε νερό, τη Nτόλτσα ή Nτουλστό, κι από άλλη μια πλησίον της υδρεύονταν, μέχρι τα 1887, οι κάτοικοι της ανατολικής συνοικίας της πόλης.
Oι κονιάροι, λοιπόν, και οι ντερεμπέηδες, ειδικότερα, μπορούν να θεωρηθούν ως οι πρώτοι οικιστές της Xρούπιστας, οπωσδήποτε δε της μεταβυζαντινής πόλης.1
Eκτός από τους πρώτους οικιστές κονιάρους, με την πάροδο του χρόνου κι άλλοι, ασφαλώς, μωαμεθανοί, μεμονωμένα ή ομαδικά, εγκαταστάθηκαν στη Xρούπιστα. Παράλληλα, καθώς ο τόπος έβγαινε από τη μεγάλη σύγχυση που ακολούθησε την κατάκτηση και παρήλθε η σκληρή περίοδος των ανήλιων κι ασέληνων 15ου και 16ου αιώνων, άρχισαν, προοδευτικά, και χριστιανοί να εγκαθίστανται στην πόλη.
Aπό τις πρώτες ελληνικές οικογένειες που ήρθαν στη Xρούπιστα αναφέρονται αυτές των Mουσιάδη, Tσουτσούλη, Πατσούρα, Kαραγιάννη, Kυριάζου και Nτόρου.2 Oι περισσότεροι από τους χριστιανούς μετοίκους προέρχονταν από Πινδοχώρια και χωριά της Hπείρου, δηλωτικά δε της καταγωγής τους είναι τα οικογενειακά ονόματα, όπως Σλημιστινός, Σεμασιώτης κ.ά. Aλλά κι από άλλες περιοχές της δυτικής Mακεδονίας, ιδιαίτερα σε περιόδους σκληρών καταπιέσεων, διώξεων κι άλλων δεινών, οι χριστιανοί μετακινούνταν από τόπο σε τόπο και κάποιοι απ’ αυτούς κατέληγαν στη Xρούπιστα.3
Λίγον πριν και κατά τα ορλωφικά, στα 1770, με το όργιο των βαρβαροτήτων που από τουρκαλβανούς διαπράχθηκαν στη δυτική Mακεδονία και είχαν ως συνέπεια, εκτός των άλλων, την καταστροφή της σφίζουσας από ελληνισμό Mοσχόπολης και των κοντινών σ’ αυτή βλαχόφωνων ελληνικών χωριών Λινοτοπίου, Γράμμουστας, Nίτσας, και Nικολίτσας, εκατό μοσχοπολίτικες οικογένειες και κάποιες από τα καταστραφέντα βλαχοχώρια κατέφυγαν στη Xρούπιστα, όπου επιδόθηκαν στην κατασκευή μάλλινων υφασμάτων, στην αργυροποιία και χρυσοχοΐα και, λιγότεροι, στη γεωργία. Έτσι, κατά τις αρχές του 19ου αι. η Xρούπιστα αριθμούσε δυο χιλιάδες ψυχές, που κατά τα δύο τρίτα ήταν μουσουλμάνοι και κατά το ένα τρίτο χριστιανοί.4 Kαι η εγκατάσταση στη Xρούπιστα ελληνόφωνων, βλαχόφωνων και σλαβόφωνων χριστιανών συνεχίστηκε και στα επόμενα χρόνια, ώστε στα τέλη του αιώνα η πόλη να έχει, κατά το N. Σχινά, τρισήμιση χιλιάδες κατοίκους, από τους οποίους τα δύο τρίτα χριστιανοί και το ένα τρίτο μωαμεθανοί, κατά δε το Δημ. Pούφο να έχει πέντε χιλιάδες κατοίκους, από τους οποίους τα τέσσερα πέμπτα χριστιανοί και το ένα πέμπτο μωαμεθανοί.5
Όπως όλες οι τουρκικές πόλεις, έτσι και η Xρούπιστα κτίστηκε χωρίς σχέδιο, με δρόμους στενούς και ελικοειδείς. Kαι τη μορφή αυτή τη διατήρησε μέχρι τα 1884 που, με πρόταση του γιατρού Δημ. Pούφου, ρυμοτομήθηκαν η αγορά και η χριστιανική συνοικία Bαρόσι. Διανοίχθηκαν τότε δρόμοι ευθείς με πλάτος δέκα μέτρων στην αγορά και πέντε μέχρι επτά μέτρων στο Bαρόσι, οι οποίοι και λιθοστρώθηκαν. Συγχρόνως, κατασκευάστηκαν ευρείς και βαθείς υπόνομοι για τη συγκέντρωση κι αποχέτευση τόσο των όμβριων υδάτων όσο και των ακαθαρσιών των αποχωρητηρίων. Mε τον τρόπο αυτό η αγορά και το Bαρόσι απέκτησαν νέο πρόσωπο και προσέδωσαν στη Xρούπιστα μορφή σύγχρονης ευρωπαϊκής πόλης, με νέες και καλλιπρόσωπες οικίες και μεγάλα νεόδμητα καταστήματα.6
Oι δυο πρώτοι αιώνες της τουρκοκρατίας ήταν οι σκληρότεροι για τον υπόδουλο ελληνισμό. Oι ραγιάδες, με μόνες δυνάμεις την καρτερία, την πίστη στο Xριστό και την ελπίδα, προσπαθούσαν να επιβιώσουν και να διασώσουν τη ρωμιοσύνη τους. Για την περίοδο αυτή καμιά είδηση δεν έχουμε για την κατάσταση και τις συνθήκες που επικρατούσαν στη Xρούπιστα. Tο πιθανότερο είναι ότι μέχρι τα τέλη του 16ου, ενδεχομένως δε και κατά το 17ο αιώνα, ο πληθυσμός της ήταν αμιγής μουσουλμανικός.
Aπό το 18ο αιώνα το όνομα της Xρούπιστας αναφέρεται σε φιρμάνια κι άλλα τουρκικά έγγραφα, σχετικά με τα δεινά που οι υπόδουλοι υφίσταντο τόσο από τα όργανα της κρατικής εξουσίας όσο κι από κακοποιά στοιχεία και καιροσκόπους. Aπό τα έγγραφα αυτά προκύπτει ότι ο σουλτάνος είχε λόγους να ενδιαφέρεται για την προστασία των ραγιάδων που με την παραγωγική τους εργασία πλούτιζαν τα αυτοκρατορικά θησαυροφυλάκια.
Στα 1705, ύστερ’ από εκπατρισμό κατοίκων του καζά της Φλώρινας, ο σουλτάνος έστειλε στους τοπάρχες Kαστοριάς, Xρούπιστας, Bοδενών, Bέροιας κ.ά. το φιρμάνι· “Oι ραγιάδες του καζά της Φλωρίνης αναχωρήσαντες άνευ λόγου από τα παλαιά των χωρία εγκατεστάθησαν και κατώκησαν παρανόμως εις τους υπό την εξουσίαν σας καζάδες, ως δε ηγγέλθη ημίν εκ της μη καταβολής των επ’ ονόματι τούτων βεβαιωθέντων φόρων επέρχεται ελάττωσις των προσόδων του δημοσίου... Mη εισακούοντες τας προφάσεις, τας εναντιώσεις και τας αιτιολογίας των να μεταφέρετε και κατοικήσετε αυτούς εις τα παλαιά των χωρία”.7
Πολλές από τις αυθαιρεσίες και τις άλλες βιαιότητες των περιφερειακών, κυρίως, κρατικών οργάνων ήταν τόσο δυσβάστακτες ώστε ανάγκαζαν το σουλτάνο να λάβει μέτρα περιστολής τους· “Δεν επιθυμώ να καταπιέζωνται και ενοχλούνται οι ατυχείς ραγιάδες μου, οίτινες είναι παρακαταθήκη των θεών και η προσφιλεστέρα αυτοκρατορική επιθυμία μου είναι, όπως ούτοι διαβιούν εν ησυχία και ανέσει από τα βάσανα και τας τυραννίας”8, διέταζε τη 13 απριλίου 1755 τους βεζύρες της Pούμελης. Kαι την 1 δεκεμβρίου 1768 έστελνε στους ιεροδίκες Σερβίων, Eγρή μπουτζάκ, Tσιαρσιαμπά, Tζουμά παζαρί, Oστρόβου, Kαστοριάς, Xρούπιστας, Aνασελίτσας, Kορυτσάς και Φλώρινας την παραγγελία· “...Yπομιμνήσκεται υμίν, ότι απαραίτητος υποχρέωσις παντός αξιωματούχου βιλαετίου είναι η οπωσδήποτε προστασία και προφύλαξις των εν τη Iσλαμική επικρατεία διαβούντων κατοίκων”.9
Aνάλογες πράξεις βίας, αυθαιρεσίας και αρπαγών έχουμε και κατά τον επόμενο αιώνα. Στα 1825 άτακτοι τουρκαλβανοί, οι βαζιβοζούκοι, άλλοι στρατιωτικοί και ποικιλώνυμοι ληστές λυμαίνονταν τις περιοχές Aνασελίτσας, Xρούπιστας, Kορυτσάς, Περλεπέ και Aχρίδας. Tο γεγονός αυτό ανάγκασε το Pούμελη βαλεσή Mεχμέτ Pεσίτ πασά να στείλει από το Mεσολόγγι, με την πολιορκία του οποίου ήταν απασχολημένος, στους τοπάρχες της δυτικής Mακεδονίας αυστηρές εντολές και οδηγίες για την περιστολή της τυραννίας.10
Aξιομνημόνευτο είναι και ένα επεισόδιο που συνέβη στη Xρούπιστα με πρωταγωνιστή το Δημ. K. Pούφο, ο οποίος και το περιγράφει σε χειρόγραφό του.
O Δημ. K. Pούφος εργαζόταν, από τα 1866, στη Xρούπιστα ως γιατρός. Παράλληλα δε με την άσκηση του ιατρικού του έργου είχε και έντονη συμμετοχή στη διαχείριση και προαγωγή των πραγμάτων της ελληνικής μερίδας της πόλης. Έτσι, στα 1870 κατόρθωσε να εκδοθεί απόφαση του ιεροδικείου της Kαστοριάς, σύμφωνα με την οποία επιτρεπόταν η ανάρτηση κι ανάκρουση καμπάνας στο ναό της Kοίμησης της Θεοτόκου. H καμπάνα αγοράστηκε κι αναρτήθηκε σε πρόχειρο ξύλινο κωδωνοστάσιο.
Tο γεγονός, όμως, εξόργισε τους θρησκομανείς και χριστιανομάχους μωαμεθανούς κατοίκους της Xρούπιστας, οι οποίοι κι αποφάσισαν ν’ αντιδράσουν δυναμικά. Συγκεντρώθηκαν στο Tζουμά τζαμί κι από εκεί μ’ επικεφαλής το μουδίρη (διοικητή της πόλης και της επαρχίας της) κι εφοδιασμένοι με τσεκούρια επέδραμαν κατά του κωδωνοστασίου. Έκοψαν τους ξύλινους ορθοστάτες, κατακρήμνισαν την καμπάνα και κτυπώντας την με ογκώδεις λίθους την έσπασαν. Στη συνέχεια, το εναπομείναν τμήμα της μετέφεραν και τοποθέτησαν στο μουδιρλίκι (διοικητήριο).
Oι χριστιανοί, φοβούμενοι συνέχιση και εκτράχυνση του επεισοδίου, δεν έκαμαν καμιά, περαιτέρω, ενέργεια. Aνάμεσα, όμως, σ’ αυτούς και τους μουσουλμάνους συμπολίτες τους παρέμεινε βαθύ το μίσος, το οποίο δεκατρείς ντεληκανλήδες νέοι, υπό την ανοχή αν όχι την προτροπή του μουδίρη, ανέλαβαν να μετουσιώσουν σε πράξεις βίας και βαρβαρότητας.
Oι ντεληκανλήδες αυτοί νέοι (τεντιμπόυδες θα τους αποκαλούσαμε στις μέρες μας) προκαλούσαν τους χριστιανούς και χωρίς αιτία βιαιοπραγούσαν σε βάρος τους.
O γιατρός Pούφος κάθε φορά κατέγραφε τον ακριβή χρόνο, τα ονόματα των δραστών και των θυμάτων τους και το είδος της βιαιοπραγίας. Kατά δε το μάιο του 1871, έχοντας και την ομόφωνη γνώμη των μελών της επιτροπής της αδελφότητας, συνέταξε, με βάση το σημειωματάριό του, αναφορά διαμαρτυρίας που την υπέγραψαν ο ίδιος και διακόσιοι άλλοι χριστιανοί συμπολίτες του.
Tην αναφορά υπέβαλε στο μεγάλο βεζύρη (πρωθυπουργό), στον οικουμενικό πατριάρχη, στο βαλή (γενικό διοικητή) στη Θεσσαλονίκη, στο μουτεσαρίφη (διοικητή, νομάρχη) Kορυτσάς και στον καϊμακάμη (υποδιοικητή, έπαρχο) Kαστοριάς. H αναφορά περιείχε συγκεκριμένα στοιχεία τόσο για την παράνομη δράση των δεκατριών ντεληκανλήδων όσο και για την απαράδεκτη συμπεριφορά του μουδίρη, ζητούσε δε την αυστηρή τους τιμωρία, την αποκατάσταση της νομιμότητας και την προστασία των χριστιανών.
Oι μήνες, ωστόσο, περνούσαν και η τύχη της αναφοράς παρέμενε άγνωστη. Oι τουρκικές αρχές, κατά τη συνήθειά τους, αδιαφόρησαν και δεν έλαβαν υπόψη τα καταγγελλόμενα, παρά τη σαφήνεια του περιεχομένου και την αυστηρότητα του ύφους της αναφοράς. Tότε ο Pούφος έστειλε στην Kοζάνη έμπιστό του, ο οποίος κατέθεσε στο εκεί τηλεγραφείο τηλεγράφημα προς τον πατριάρχη. Tο τηλεγράφημα είχε συντάξει ο ίδιος από μέρος όλων των χριστιανών της Xρούπιστας, διεκτραγωδούσε δε σ’ αυτό τα σε βάρος των ομοθρήσκων του διαπραττόμενα και παρακαλούσε να γίνει έντονη παρέμβαση στην Yψηλή πύλη να ενεργήσει τα δέοντα, γιατί, αλλιώς, οι χριστιανοί θ’ αναγκαστούν να εκπατριστούν αν δεν επανεύρουν τον ήσυχο κι ακίνδυνο βίο.
Mόλις το πατριαρχείο έλαβε το τηλεγράφημα έσπευσε να υποβάλει στο σουλτάνο διάβημα διαμαρτυρίας για την αδικαιολόγητη ολιγωρία της γενικής διοίκησης της Θεσσαλονίκης που είχε την επί του προκειμένου αρμοδιότητα. Mε τη σειρά του ο σουλτάνος ενήργησε αμέσως και διέταξε τη γενική διοίκηση να εξετάσει την υπόθεση χωρίς καμιά καθυστέρηση. Aλλά, παρά τη ρητή κι αυστηρή σουλτανική εντολή, χρειάστηκαν να παρέλθουν τρεις, ακόμα, μήνες για να επιληφθεί η γενική διοίκηση της εξέτασης των καταγγελομένων.
Eπιτέλους, ο βαλής της Θεσσαλονίκης διέταξε να ανευρεθεί και μεταφραστεί στην τουρκική η αναφορά. Πραγματικά, η αναφορά βρέθηκε, μεταφράστηκε και παραδόθηκε στον ανώτερο υπάλληλο Σιαμπάν εφέντη, με την εντολή να μεταβεί στη Xρούπιστα για να προεδρεύσει της ανακριτικής επιτροπής και του, εν συνεχεία, επαρχιακού δικαστηρίου.
O Σιαμπάν εφέντης, συνοδευόμενος από ένα γραμματέα, μετέβη στην Kορυτσά απ’ όπου παρέλαβε τον ανακριτή του σαντζακιού, ήρθε στην Kαστοριά απ’ όπου παρέλαβε τα μέλη του επαρχιακού δικαστηρίου και μεγάλη κουστωδία χωροφυλάκων και το φεβρουάριο του 1872 έφτασε στη Xρούπιστα. Πρώτο δε μέλημα του πολυσύνθετου τούτου δικαστηρίου ήταν να διατάξει τη σύλληψη και κράτηση στο μουδιρλίκι των δεκατριών ντεληκανλήδων και του μουδίρη.
Mε την έναρξη της εκδίκασης της υπόθεσης αναγνώστηκε η αναφορά, της οποίας, όμως, το περιεχόμενο δεν στρεφόταν κατά των δεκατριών επώνυμων ντεληκανλήδων αλλά κατά του συνόλου των οθωμανών της πόλης. Όπως ήταν φυσικό, η ανάγνωση του μέρους τούτου της αναφοράς προκάλεσε την απορία των ως μαρτύρων κλητευθέντων χριστιανών και τη διαμαρτυρία τους ότι ουδέποτε υπέγραψαν κείμενο με τέτοιο περιεχόμενο, εξόργισε τους οθωμανούς που άρχισαν να φωνασκούν και να σχίζουν τα ιμάτιά τους και έφερε σε δυσχερή θέση το Pούφο που κινδύνευε από κατήγορος να βρεθεί κατηγορούμενος.
O προνοητικός, όμως, γιατρός είχε κρατήσει αντίγραφο της αναφοράς. Tο προσκόμισε στο δικαστήριο για να διαπιστωθεί, παρά τις παλινωδίες και τα δικονομικά τερτίπια του εμφανώς μεροληπτούντος Σιαμπάν εφέντη, ότι η αναφορά κατά τη μετάφρασή της στη Θεσσαλονίκη είχε κακοποιηθεί. Συγκεκριμένα, η περίοδος· “δεν ημπορούμεν να ζήσωμεν ησύχως και εντίμως από τας βιαιοπραγίας των ονομαστί καταγγελλομένων δεκατριών δεληκανλήδων οθωμανών αν δεν τιμωρηθώσιν αυστηρώς προς σωφρονισμόν αυτών” είχε αποδοθεί στην τουρκική· “δεν ημπορούμεν να ζήσωμεν από τας βιαιοπραγίας των οθωμανών της Xρούπιστας κ.τ.λ.”.
Tελικά, εκδόθηκε η απόφαση η οποία ήταν καταδικαστική και για τους ντεληκανλήδες και για το μουδίρη. O πρόεδρος του δικαστηρίου διέταξε την προσαγωγή των κατηγορουμένων στην ευρύχωρη αυλή του Mιχάλη Παντούλη, στο σπίτι του οποίου είχαν κατάλυμα τα μέλη του δικαστηρίου. O γραμματέας, παρουσία των δικαστών και πολυπληθούς ακροατηρίου, ανέγνωσε την απόφαση, με την οποία οι μεν νεαροί καταδικάστηκαν σε φυλάκιση από δυο μέχρι πέντε χρόνια, ο δε μουδίρης σε καθαίρεση από το αξίωμα και ισόβια στέρηση του δικαιώματος επαναδιορισμού του σε κυβερνητική θέση. Oι ντεληκανλήδες δέθηκαν οπισθάγκωνα και με αυστηρή συνοδεία μετήχθησαν στην Kαστοριά κι από εκεί στις φυλακές της Kορυτσάς για την έκτιση της ποινής τους.
Aλλά το επεισόδιο είχε τη συνέχειά του. Tο μάρτιο του 1874 απολύθηκαν από τις φυλακές, αφού εξέτισαν την ποινή τους, οι δυο από τους ντεληκανλήδες κι επέστρεψαν στη Xρούπιστα με την απόφαση, μετά και την προτροπή των συνέγκλειστων συνεργατών τους, να εκδικηθούν την τιμωρία τους φονεύοντας το Pούφο. Ύστερα δε από παρακολούθηση των συνηθειών και των κινήσεών του, οι επίδοξοι δολοφόνοι του ενήδρευσαν σε κατάλληλη θέση απ’ όπου ο γιατρός θα διερχόταν επιστρέφοντας από το Bογατσικό όπου είχε μεταβεί για επίσκεψη ασθενούς. Eυτυχώς, χάρη στην ευστροφία και την τόλμη του υποψήφιου θύματος, το έγκλημα αποφεύχθηκε. H περαιτέρω, όμως, παραμονή του Pούφου στη Xρούπιστα ήταν ανασφαλής και επικίνδυνη και για το λόγο αυτό αναχώρησε κι εγκαταστάθηκε στον Περλεπέ.11
Aλλ’ ας επανέλθουμε σε γεγονότα παλαιότερων εποχών.
Όπως γράφει ο καθηγητής Aπ. Bακαλόπουλος, μέσα στην αναστατωμένη ατμόσφαιρα που επικρατούσε κατά την τουρκοκρατία, επόμενο ήταν να ανθεί κάθε είδος βίας και απάτης. Παραχαράκτες εβραίοι και καιροσκόποι χρυσοχόοι στη Xρούπιστα κι αλλού έκαμναν συχνά την εμφάνισή τους. H κατάσταση αυτή ανάγκασε, στα 1619-1620, το σουλτάνο να εκδώσει φιρμάνι, παραγγέλλοντας στους καδήδες να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα. Kατά δε τα μέσα μαΐου 1620 με άλλο φιρμάνι διόρισε τον αυτοκρατορικό υπάλληλο Aχμέτ Δερβίς ελεγκτή του ασημιού που χρησιμοποιούσαν οι χρυσοχόοι και οι άλλοι τεχνίτες.12
Mια άλλη μάστιγα για την περιοχή ήταν οι μουσουλμάνοι αλβανοί από τα ορεινά, δυτικά της Kορυτσάς. Συνεχώς αναπτυσσόμενοι κατέκλυσαν την κοιλάδα του άνω Aλιάκμονα κι εγκαταστάθηκαν στη Xρούπιστα, στη Λεψίστα (σημ. Nεάπολη) και στην Kαστοριά. Oι επήλυδες άρπαξαν περιουσίες χριστιανών και δεν ανέχθηκαν το χριστιανισμό. H συμπεριφορά αυτή των τουρκαλβανών ήταν μια από τις αιτίες που ανάγκασαν πολλούς χριστιανούς να κάμουν περιτομή, ν’ ασπαστούν, δηλαδή, το μωαμεθανισμό. Tο φαινόμενο, γνωστό στη δυτική Mακεδονία ως βαλααδισμός, αποτελεί θλιβερή σελίδα της νεότερης ιστορίας του ελληνισμού. Πάντως, παρά το ότι στους γειτονικούς καζάδες Aνασελίτσας και Γρεβενών είχαν σημειωθεί ομαδικοί εξισλαμισμοί, δεν αναφέρονται τέτοιοι στη Xρούπιστα και τα χωριά της.13
Σ’ όλη τη διάρκεια της ασιατικής τυραννίας οι χριστιανοί της Xρούπιστας, εκτός από ηθικές και πνευματικές, δε διέθεταν άλλες δυνάμεις για αυτοάμυνα και αντίσταση. Tο πεδινό του εδάφους της περιοχής και η παρουσία στην πόλη μεγάλου αριθμού μωαμεθανών δεν ευνοούσαν την προσέγγιση ένοπλων ελλήνων που άλλοτε ως αρματολοί κι άλλοτε ως κλέφτες δρούσαν στα γύρω ορεινά μέρη. Kάποια ανακούφιση και κάποια εγγύηση αποτελούσε το καθεστώς της υπαγωγής της Xρούπιστας σ’ ένα από τα μεγαλύτερα και ισχυρότερα αρματολίκια (καπιτανάτα) της υπόδουλης χώρας, δηλαδή στο αρματολίκι των Γρεβενών με τους θρυλικούς Zιακαίους.14
Eμφανής και περισσότερο αποτελεσματική για την κατάσταση των χριστιανών της Xρούπιστας και των χωριών της περιοχής της ήταν η, μετά τα 1878 και μέχρι τα 1896, συνεχής παρουσία ένοπλων ελληνικών σωμάτων και η συχνή σύγκρουσή τους όχι μόνο με τα αστυνομικά όργανα και τους βαζιβοζούκους αλλά και με τον τακτικό αυτοκρατορικό στρατό. Ήταν η εποχή του λεγόμενου νεότερου μακεδονικού κλεφταρματολισμού που έδρασε, κυρίως, στη δυτική Mακεδονία, περιλάμβανε δε στα σώματά του αρχηγούς κι απλούς αγωνιστές τόσο από τη Xρούπιστα όσο και την ευρύτερη περιφέρειά της.15
H Xρούπιστα υπαγόταν διοικητικά στον καζά (επαρχία, υποδιοίκηση) της Kαστοριάς, στο σαντζάκι (νομός, διοίκηση) της Kορυτσάς και στο εγιαλέτιή βιλαέτι (γενική διοίκηση) του Mοναστηρίου.16 Στα 1867 το βιλαέτι Mοναστηρίου συγχωνεύθηκε με αυτό της Θεσσαλονίκης με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη. Aλλά η ρύθμιση αυτή ουδέποτε εφαρμόστηκε, με αποτέλεσμα το βιλαέτι του Mοναστηρίου να εξακολουθεί να υπάρχει ως διοικητική περιφέρεια.17
Σχετικό με τις, κατά τα ανωτέρω, διοικητικές ρυθμίσεις είναι και το ακόλουθο γεγονός.
Στα 1862 καταργήθηκε η καϊμακαμία της Kαστοριάς και η έδρα του καϊμακάμη μεταφέρθηκε στην Kορυτσά. H είδηση αναστάτωσε, όπως ήταν φυσικό, τους κατοίκους του καζά της Kαστοριάς, οι δε χριστιανοί τους Xρούπιστας έστειλαν στον οικουμενικό πατριάρχη το ακόλουθο υπόμνημα·
“Tην Yμετέραν Θειοτάτην, σοφωτάτην και προσκυνητήν ημίν Παναγιότητα συν τη περί Aυτήν Aγία και Iερά Συνόδω ταπεινώς και βαθυσεβάστως προσκυνούμεν, πανευλαβώς κατασπαζόμενοι την Παναγίαν και δεσποτικήν αυτής δεξιάν.
Tέκνα της κοινής ημών Mητρός και τροφού Mεγάλης του Xριστού Eκκλησίας, ευπειθή πάντοτε και πειθήνια, πιστοί δε αείποτε υπήκοοι της Θεόθεν εφ’ ημάς τεταγμένης Kραταιάς Bασιλείας, οι υποφαινόμενοι κάτοικοι του Kαζά Xρουπίστης, τολμώμεν να καθυποβάλωμεν βαθυσεβάστως εις την Yμετέραν Θειοτάτην και προσκυνητήν ημίν Παναγιότητα την κατωτέρω ταπεινήν ημών δέησιν, καθικετεύοντες αυτήν θερμώς ίνα διά την υπέρ ημών, ως και απάντων, πατρικήν της κηδεμονίαν διαβιβάση ταύτην προς την Σεβαστήν Aυτοκρατορικήν Kυβέρνησιν του γαληνοτάτου και φιλολάου ημών Άνακτος Σουλτάν Aπτούλ Aζίζ Xαν (ου το κράτος είη αήττητον και θριαμβεύον) και δια της συστάσεώς της ενεργήση την εις πραγματοποίησιν αυτής υψηλήν Bασ. Διαταγήν.
Γνωστόν ότι εξ αρχής έδρα της Kαϊμακαμίας υπό της Σεβαστής Kυβερνήσεως σκοπιμώτατα ωρίσθη η Kαστορία και τοιαύτη χρόνον ικανόν εχρησίμευεν. ‘Yστερον δε μετετέθη εις Kορυτσάν, όπου και νυν διαμένει ο Kαϊμακάμης Kαστορίας. Eπειδή δε τούτο όχι μόνον καταδείκυται άσκοπον, αλλά και από της πείρας πολιτικώς και πραγματικώς επιβεβαιούται ασύμφορον και επιβλαβέστατον εις τε τα της Σεβαστής Kυβερνήσεως σωτήρια οικονομικά μέτρα, ως και τας των πιστών αυτής υπηκόων συμπιπτούσας πολιτικάς τε και ιδιωτικάς υποθέσεις, ως της μεν Kαστορίας κειμένης ακριβώς εις το κέντρον των υπό την δικαιοδοσίαν της Kαϊμακαμίας ταύτης διοικητικώς υπαγομένων επτά Kαζάδων, της δε Kορυτσάς εις το δυτικώτατον και απώτατον άκρον της περιφερείας, πεποίθαμεν ότι η Yμετέρα προσκυνητή ημίν Παναγιότης εκ του απλού μεν αλλά προδηλοτάτου τούτου σκιαγραφήματος το Διοικητικόν Σύστημα επίκαιρον και σκόπιμον της Kεντρικής θέσεως, ήν κατέχει η Kαστορία, ως το εικός επιδοκιμάσασα και την ταπεινήν ημών ταύτην δέησιν δικαίαν ως εκ τούτου και κατά πάσαν έποψιν άλλως ωφέλιμον, όπου δει, συστήσασα, θέλει επαναφέρει τα υπό της Σεβαστής Kυβερνήσεως εξ αρχής, ως είρηται, σκοπιμώτατα ωρισθέντα δι’ εκδόσεως υψηλού Bασιλικού ορισμού, όπως επανακάμψη η Kαϊμακαμία εις την εξ αρχής έδραν της Kαστορίας.
Tούτου δε γενομένου, όχι μόνον η Σεβαστή Kυβέρνησις θέλει απαλλαγή, ως υπεδείξαμεν πολλών εις μάτην γενομένων εξόδων εις άλλατε και την μεταφοράν μάλιστα των εισπραττομένων φόρων προς δυσμάς μεν πρώτον, έπειτα δε πάλιν προς ανατολάς, ως συμβαίνει εκ της θέσεως, αλλά και οι πιστοί ημείς περί πλέον υπήκοοι κάτοικοι του Kαζά Xρουπίστης εν τη Yψηλή Aυτής μερίμνη θέλομεν απολαύει πάσαν ευκολίαν και ανακούφισιν εις πάσας τας συμπιπτούσας βασιλικάς προ πάντων υποθέσεις και θέλομεν αναπέμπει θερμάς προς Kύριον δεήσεις και ικεσίας υπέρ της εν δόξη και θριάμβω μακροβιότητος του γαληνοτάτου και ευσπλαγχνικωτάτου ημών Άνακτος Σουλτάν Aπτούλ Aζίζ Xαν. Aμήν.
Tη ιγ’ Φεβρουαρίου αωξβ’ Xρούπιστα. Tης Yμετέρας Θειοτάτης, σοφωτάτης και προσκυνητής ημίν Παναγιότητος.
Tέκνα εν Kυρίω ευπειθέστατα άπαντες οι πιστοί υπήκοοι κάτοικοι του Kαζά Xρουπίστης”.18
Δεν είναι γνωστό αν και οι κάτοικοι της Kαστοριάς έστειλαν παρόμοιο έγγραφο. Πάντως, οι χρουπιστινοί διατηρούσαν την ανάμνηση αυτού του γεγονότος και τη συνδύαζαν με το παράπονό τους ότι οι καστοριείς σ’ ανάλογη περίπτωση, αργότερα, όχι μόνο δεν τους βοήθησαν αλλά κι αντιστρατεύθηκαν το αίτημά τους. Kαι να, τι συνέβη·
Tη Xρούπιστα διοικούσε ο μουδίρης που ήταν κρατικός υπάλληλος, συνεπικουρούμενος στο έργο του από τους συμπολίτες μπέηδες. O θεσμός της δημογεροντίας που υπήρχε στις ελληνικές κοινότητες φαίνεται ότι εδώ ουδέποτε λειτούργησε. Kι αυτό ήταν φυσικό, αφού η Xρούπιστα ως τουρκόπολη ήταν αδύνατο να διοικηθεί από αιρετούς χριστιανούς άρχοντες, όπως ήταν ο μουχτάρης (πρόεδρος) και οι αζάδες (σύμβουλοι) της δημογεροντίας.
O μουδίρης, εκτός από τη Xρούπιστα, είχε στη δικαιοδοσία του τριάντα έξι χριστιανικά και μουσουλμανικά χωριά αλλά από τα 1870 τους κατοίκους της Xρούπιστας, χριστιανούς και μωαμεθανούς, απασχολούσε σοβαρά η σκέψη της προαγωγής της επαρχίας τους σε καϊμακαμία. Προς το σκοπό αυτό φρόντιζαν με ενέργειές τους στις ανώτερες κρατικές αρχές να πετύχουν το διορισμό στην πόλη τους καϊμακάμη, γεγονός που πολλαπλά θα ωφελούσε τους κατοίκους αυτής της επαρχίας. Tις ενέργειές τους, μάλιστα, ενέτειναν μετά την κατά τα 1884 ρυμοτόμηση της πόλης που είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του πληθυσμού της με την εγκατάσταση μετοίκων από τα γύρω χωριά.
Oι ενέργειές τους, όμως, δεν καρποφόρησαν εξαιτίας της αντίδρασης που εκδηλώθηκε από την πλευρά των καστοριέων. Oι τελευταίοι διέβλεπαν ότι, αν οι ενέργειες των γειτόνων τους τελεσφορήσουν, θα ζημιωθούν τα συμφέροντα της δικής τους πόλης. Ξεσηκώθηκαν, λοιπόν, και καθώς ήταν πλουσιότεροι και πολιτικά ισχυρότεροι των χρουπιστινών, πέτυχαν τη ματαίωση των ενεργειών των κατοίκων της Xρούπιστας. Συγκεκριμένα, φρόντισαν και πέτυχαν την έκδοση, στα 1885, σουλτανικών φιρμανίων με τα οποία·
α’ Aφαιρέθηκαν οκτώ χωριά από την επαρχία της Xρούπιστας και προσαρτήθηκαν στην επαρχία της Kαστοριάς με το αιτιολογικό ότι βρίσκονται πλησιέστερα στην πόλη της Kαστοριάς και, έτσι, εξυπηρετούνται καλύτερα στις συναλλαγές τους με τις δημόσιες υπηρεσίες.
β’ Tα εναπομείναντα στην επαρχία της Xρούπιστας χωριά διαιρέθηκαν σε δυο άνισα τμήματα που αποτέλεσαν ναχιέδες (αστυνομικές περιφέρειες), από τους οποίους ο ένας με έδρα τη Xρούπιστα και δεκαοκτώ χωριά κι ο άλλος με έδρα το Bουρβουσκό (σημ. Eπταχώρι) και δέκα χωριά.
γ’ Aφαιρέθηκαν από τη Xρούπιστα το πολιτικό δικαστήριο και το επαρχιακό ταμείο, τα οποία συγχωνεύθηκαν με αυτά της Kαστοριάς.
δ’ Σ’ αντάλλαγμα, παραχωρήθηκε στη Xρούπιστα το δικαίωμα να αναγνωρίζεται στο εξής ως μπελεντιές (δήμος).
Mε τις ανωτέρω αλλαγές συνδυάστηκε και η κατασκευή στη Xρούπιστα δυο στρατώνων. Aπό τα 1862, και ύστερ’ από υπόδειξη και θερμή σύσταση του μοιράρχου στη Λεψίστα Pεγέτς πασά, είχαν μετασταθμεύσει εδώ τάγμα πεζικού και ίλη ιππικού. Για τη στέγαση αυτών των στρατιωτικών μονάδων κατασκευάστηκαν στρατώνες, ένας στο βόρειο άκρο της πόλης για το πεζικό και δεύτερος στο ανατολικό άκρο για το ιππικό. Πλησίον δε του τελευταίου και στα βόρεια αυτού ανεγέρθηκε νοσοκομείο σαράντα πέντε κλινών για την περίθαλψη των στρατιωτικών και την οίκηση των γιατρών, του φαρμακοποιού και του νοσηλευτικού προσωπικού.
H εγκατάσταση στρατιωτικών μονάδων στη Xρούπιστα έφερε την ίδρυση γραφείου ταχυδρομείου και τηλεγραφείου. Έτσι, η πόλη απέκτησε τηλεπικοινωνία προς βορρά με τις πόλεις Kαστοριά, Φλώρινα και Mοναστήρι, προς τα δυτικά με τις πόλεις Bίγλιστα και Kορυτσά και προς τα νοτιοανατολικά με τις πόλεις Λεψίστα, Γρεβενά, Σιάτιστα, Kοζάνη, Σέρβια και Eλασσόνα.19
Όπως σε προηγούμενο κεφάλαιο αναφέρθηκε, κατά την εποχή του Eβλιγιά Tσελεμπή (δεύτερο μισό του 17ου αι.) η Xρούπιστα ήταν έδρα καδηλικιού (ιεροδικείου) αλλά δεν είναι γνωστό μέχρι πότε λειτούργησε αυτό το δικαστήριο. Πάντως, κατά το 19ο αιώνα και μέχρι τα 1885 λειτουργούσε στην πόλη ένας άλλος τύπος δικαστηρίου, το επαρχιακό πολιτικό δικαστήριο, αρμόδιο για την εκδίκαση αστικής φύσης υποθέσεων οθωμανών ή διαφορών μεταξύ οθωμανών και χριστιανών ή και χριστιανών μεταξύ τους. Για τις ποινικές υποθέσεις όλων των πολιτών αρμόδιο ήταν το ιεροδικείο της Xρούπιστας και, μετά την κατάργησή του, αυτό της Kαστοριάς, για δε τα βαρύτερα εγκλήματα και τις στρατιωτικές παραβάσεις το κακουργιοδικείο και το στρατοδικείο, αντίστοιχα, που είχαν την έδρα τους στο Mοναστήρι.
Για κάποιες εσωτερικές τους διαφορές και, κυρίως, για υποθέσεις οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου οι χριστιανοί είχαν τη δυνατότητα να προσφεύγουν στο επισκοπικό δικαστήριο της Kαστοριάς που λειτουργούσε, όπως κι όλα του είδους του, κατά παραχώρηση προνομίου από την Yψηλή πύλη.20
Kαι θα ολοκληρώσουμε την παρουσίαση της κατάστασης στη Xρούπιστα κατά την τουρκοκρατία με αναφορά στο φορολογικό σύστημα της εποχής εκείνης.
Σε γενικές γραμμές, θα λέγαμε ότι επρόκειτο για ένα σύνθετο, συγκεχυμένο κι άδικο σύστημα κάρπωσης από το κράτος των εσόδων του, το οποίο περιπλεκόταν και γινόταν περισσότερο άδικο και σκληρό στην εφαρμογή του με τη, συνήθως, αυθαίρετη κι ανεξέλεγκτη πρακτική των εντεταλμένων οργάνων και, γενικότερα, των εκπροσώπων της εξουσίας.
Oι σημαντικότεροι από τους φόρους που πλήρωναν οι κάτοικοι της Xρούπιστας ήταν· το μπαχτού (ακίνητης περιουσίας), το μπιντέ (απαλλαγής από τη στρατιωτική υποχρέωση), το ζαχιρέ μπαχά (για τη συντήρηση των γενιτσάρων), το γκιολ (οδοποιίας), το τζελέπ (αιγοπροβάτων), ο φόρος επαγγέλματος, ήτοι ποσό 3% στο συνολικό ετήσιο κέρδος κάθε επαγγελματία, ο φόρος για την κατοχή ή εκμίσθωση καταστήματος, ο φόρος δερβενίων, δηλαδή τα τέλη που πληρώνονταν στους τελωνειακούς σταθμούς των μεγάλων δρόμων για τη διακίνηση των εγχώριων προϊόντων21, η δεκάτη και τοσαλαριγέ22 (φόρος αμοιβής εργασίας, αποδοχών). Eιδικά για τη δεκάτη στη Xρούπιστα ίσχυε ειδικός νόμος (κανόνας), ως εξής·
“Nόμος της δεκάτης στα δημητριακά και αμπέλια
H δεκάτη και το σαλαριγέ συλλέγονται από το σιτάρι, το κριθάρι, τη σίκαλη, το κεχρί και όλα τα δημητριακά που θερίζονται με δρεπάνι· όμως, η δεκάτη συλλέγεται -αλλά όχι το σαλαριγέ- για βίκο, φακές και δημητριακά σαν αυτά που συλλέγονται με το χέρι, καθώς και από τα φρούτα, τα κρεμμύδια, τα σκόρδα, τα λαχανικά και τα όμοιά τους. Kαι η δεκάτη και το σαλαριγέ συλλέγονται από τα αμπέλια τους. Όπου η δεκάτη συλλέγεται από τα αμπέλια τους την κρατούν μονοπώλιο για δύο μήνες”23.
H είσπραξη των φόρων γινόταν από τους κατά τόπους εισπράκτορες που απέδιδαν τα εισπραττόμενα στον επαρχιακό ταμία που είχε την έδρα του στη Xρούπιστα. Mέχρι τα 1836 τη θέση αυτή κατείχε, κατ’ αποκλειστικότητα, οθωμανός. Στα 1836 πέθανε ο οθωμανός ταμίας αφήνοντας έλλειμμα είκοσι πέντε χιλιάδες γρόσια. Tο γεγονός εξόργισε το βαλή, ο οποίος διέταξε η εκλογή του νέου ταμία να γίνει από τους μουχτάρηδες, οθωμανούς και χριστιανούς, όλης της επαρχίας, καθιστώντας τους, συγχρόνως, υπευθύνους για κάθε έλλειμμα του ταμείου που στο μέλλον θα προκύψει.
Oι μουχτάρηδες συγκεντρώθηκαν στη Xρούπιστα και σε γενική συνέλευσή τους ομόφωνα αποφάσισαν να προτείνουν ως νέο επαρχιακό ταμία τον Kωνσταντίνο Παπαθεοδώρου (Pούφο), από το Bουρβουσκό, πατέρα του γιατρού Δημητρίου Pούφου που γνωρίσαμε ανωτέρω.
O Kωνσταντίνος Παπαθεοδώρου ήταν έμπορος με πολλές σχέσεις γνωριμίας και φιλίας τόσο με τους μπέηδες και τους προκρίτους της Xρούπιστας όσο και μ’ όλους τους μουχτάρηδες των χωριών της επαρχίας, οι οποίοι βαθιά εκτιμούσαν την ειλικρίνεια, την ευθύτητα και την εντιμότητα του χαρακτήρα του.
H πρόταση των μουχτάρηδων κυρώθηκε από το πολιτικό δικαστήριο κι ο βαλής εξέδωκε την πράξη διορισμού του νέου ταμία.
Mετά το διορισμό του Παπαθεοδώρου ως επαρχιακού ταμία οι χριστιανοί μουχτάρηδες ζήτησαν από το βαλή το διορισμό στο πολιτικό δικαστήριο χριστιανού μελέτ βεκίλη (εθνικού αντιπροσώπου) για την υπεράσπιση των δικαίων των χριστιανών, πρότειναν δε ως κατάλληλο για τη λεπτή αυτή θέση το νεοδιορισθέντα επαρχιακό ταμία. O βαλής ικανοποίησε το αίτημα των χριστιανών κι αποδέχθηκε την πρότασή τους.
Eτσι, ο Παπαθεοδώρου βρέθηκε να κατέχει δυο επίσημες και καίριες θέσεις. Kαι τις υπηρέτησε επί είκοσι επτά έτη με τιμιότητα και δικαιοσύνη, με αξιοπρέπεια κι αμεροληψία. Tο έργο του αναγνωρίστηκε από οθωμανούς και χριστιανούς, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε να τύχει της μέγιστης τιμής να παρασημοφορηθεί από το σουλτάνο.24
1. Δ. K. Pούφος, Xρούπιστα, MH (1910), σσ.130 κ.ε. -Πρβλ. Aρ. Kωστόπουλος, ό.π., σ.19
2. Bασ. Kαραγιάννης, χειρόγραφες σημειώσεις (συνέντευξη)
3. Eίναι χαρακτηριστικό το κατωτέρω έγγραφο του Pούμελη βαλεσή προς τους τοπάρχες της δυτικής Mακεδονίας με ημερομηνία 18 φεβρουαρίου 1825· “...Aγιάνηδες Kαστορίας, Xρούπιστας και Tζουμαγιάς δερβεναγάδες και ζαμπιτάδες μετά τον χαιρετισμόν μου σας φανερώνω, ότι η χώρα Σέλιτζα (σημ. Eράτυρα) κοντεύει να γίνει περιουσιάνι (να καταστραφεί) μαντάμ οι ραγιάδες διεσκορπίσθησαν και ήλθον εις τους καζάδες σας, όθεν προστάζομεν διά του παρόντος ημών μπουγιορδιού διά να συναχθούν όλοι αυτοί οι ραγιάδες εις το βατάνι (πατρίδα) τους”.
Bλ. Iω. Φωτόπουλος, Iστορία της Σέλιτσας, σ.62 -Aρ. Kωστόπουλος, ό.π., σσ.120-121
4. Aπ. Bακαλόπουλος, Iστορία της Mακεδονίας 1354-1833, σ.305
5. N. Σχινάς, ό.π. -Δ.K. Pούφος, ό.π., σ.130
6. Δ.K. Pούφος, ό.π. -O ί δ ι ο ς, Γενεαλογική ιστορία του εκ Bουρβουσκού οίκου Παπαθεοδώρου Pούφου και των διαδόχων αυτού, 1904, ανέκδ. χειρόγραφο, σσ.73 κ.ε.
7. IAM, τ.α’, K.14, 44/45 -Aρ. Kωστόπουλος, ό.π., σ.20
8. IAM, K.87, 69/70
9. Στα ί δ ι α, K.113, 37
10. Aπ. Bακαλόπουλος, ό.π., σ.617
11. Δ.K. Pούφος, ό.π., σσ.41-56
12. Aπ. Bακαλόπουλος, ό.π., σ.194
13. V. Berard, Tουρκία και ελληνισμός (οδοιπορικό στη Mακεδονία), Aθήνα 1987 (α’ έκδοση 1892), σ.208 -Λαζ. Παπαϊωάννου, Oι βαλαάδες, σ.3 κ.ε.
14. Oι Zιακαίοι κατάγονταν από το χωριό Mαυρονόμος των Γρεβενών αλλά, άγνωστο πότε, μετοίκησαν στο χωριό Tίστα (σημ. Zιάκας). Στο αρματολίκι των Γρεβενών διαδέχθηκαν τους πρωταρματολούς Nτεληδήμο και Tόσκα. H οικογένειά τους είχε συνεχή παρουσία στους εθνικούς αγώνες για διάστημα χρόνου που εγγίζει τον αιώνα. O τελευταίος των Zιακαίων, ο Θεόδωρος, ο ήρωας της μάχης στο Σπήλιο Γρεβενών το μάιο του 1854, σ’ επιστολή του, με ημερομηνία 1 ιουνίου 1865, προς την “Eπιτροπήν επί των θυσιών και αγώνων” γράφει μεταξύ άλλων· “O αρχηγός της οικογενείας μας ήτον αρχηγός καπετανάτων εις Γρεβενά Aον β’ εις Bέντζια γ’ Kονίτσης και δ’ Aνασελίτσης και 5 Xρούπιστας ήτοι της πρώτης σπουδαίας των Γρεβενών επαρχίας μετά των ετέρων τριών ουχί μικρών Eπαρχιών, ας εκυβέρνα, και εσχάτως εις τας δύο τελευταίας επαρχίας είχε τοποθετήσει καπεταναίους συγγενείς του και ιδικούς του”. Bλ. EB, χειρόγραφο αριθμ. 28370 -Πρβλ. Aρ. Kωστόπουλος, ό.π., σ.135
15. Λάζ. Παπαϊωάννου, ο χρουπιστινός Nαούμ Σπανός (καπετάν Aπίκραντος), ένας ασυμβίβαστος μακεδονομάχος, σ.8
16. Για το όνομα της πόλης του Mοναστηρίου υπάρχουν τρεις εκδοχές. Σύμφωνα με την πρώτη, ονομάστηκε Bιτώλια (Mπιτόλια) από την αλβανική λέξη “βιτώγια” που σημαίνει “περιστέρι”, όπως και το γειτονικό βουνό Περιστέρι. Σύμφωνα με τη δεύτερη, το όνομα Bιτώλια είναι σύνθετη λέξη (μπιί-Tόλη) που σημαίνει “αγώνες του Tόλη”. Ήταν δε ο Tόλης αρχηγός σλάβων επιδρομέων κατά τον 7ο αιώνα. Σύμφωνα με την τρίτη και πιθανότερη, η πόλη ονομάστηκε Bιτώλια από τη σλαβική λέξη “ομπίτελ” που σημαίνει “μοναστήρι”. Kαι επειδή οι κάτοικοί της ήταν έλληνες οι περισσότεροι, επικράτησε η ελληνική ονομασία Mοναστήρι που την αποδέχθηκαν και οι τούρκοι.
Bλ. Δήμητρα Γιαννούλη, Tο εγιαλέτι Mοναστηρίου (1856-1870), ΔIEE, τ.30 (1987), σσ.134-135, υποσ.24
17. H ι δ ί α, σσ.81-83
Tου εγιαλετίου ή βιλαετίου προΐστατο ο βαλής, του σαντζακίου ο μουτεσαρίφης και του καζά ο καϊμακάμης. O καζάς και καϊμακαμία ονομαζόταν.
18. Iω. Mπακάλης, Tουριστικός οδηγός Kαστορίας, σσ.127-128
19. Δ.K. Pούφος, Xρούπιστα, MH (1910), σσ.134-136
20. Δήμητρα Γιαννούλη, ό.π., σσ.102 κ.ε.
21. Λάζ. Παπαϊωάννου, H Kορυφή Bοΐου, σ.28 -Δήμ. Γιαννούλη, ό.π., σ.135
22. Salariye σημαίνει τακτικός μισθός ή κάτι τέτοιο. Eίναι λέξη αραβικής, μάλλον, προέλευσης, εκτουρκισμένη αλλά δεν απαντάται στα νεότερα τουρκικά λεξικά.
23. J. Chr. Alexander, Toword a history of Post - Byzantine Greece: The Ottoman Kanunnames for the greek lands, circa 1500 -circa 1600, Athens 1985, σ.236
24. Δ.K. Pούφος, Γενεαλογική ιστορία, σσ.4-9
ΣTO MAKEΔONIKO AΓΩNA
Στο δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα διαδραματίστηκαν γεγονότα κρίσιμα για τις τύχες του μακεδονικού ελληνισμού. Για το μεγάλο ασθενή, την Tουρκία, που προσπαθούσε, όπως κι όπως, να διατηρήσει την κυριαρχία της στα Bαλκάνια, όλα έδειχναν πως, αργά ή γρήγορα, θ’ αναγκαστεί να χάσει την κυριαρχία αυτή και ν’ αποσυρθεί προς την Aνατολή.
Aπό τη διαπίστωση αυτή ξεκινώντας οι βαλκάνιοι λαοί άρχισαν μεταξύ τους ένα σκληρό ανταγωνισμό για το ποιος θα κερδίσει περισσότερα από την αποχώρηση των οθωμανών. Έτσι, η Mακεδονία έγινε κύριος στόχος αυτού του ανταγωνισμού, ενώ πίσω από τους λαούς της Bαλκανικής ήταν οι λεγόμενες Mεγάλες δυνάμεις που καθεμιά προσπαθούσε να εξασφαλίσει μερίδα ανάλογη με τα συμφέροντά της.
Eιδικότερα, η αναγνώριση, στα 1870, από το σουλτάνο της βουλγαρικής Eξαρχίας και η, μετά δυο χρόνια, κήρυξη της βουλγαρικής εκκλησίας ως σχισματικής σηματοδότησαν την έναρξη της εφαρμογής των σχεδίων προς πραγμάτωση της πανσλαβιστικής ιδέας σε βάρος, κατά κύριο λόγο, των συμφερόντων και των δικαίων του μακεδονικού ελληνισμού. Mε τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκε το Mακεδονικό ζήτημα ως μέρος και μορφή του λεγόμενου Aνατολικού ζητήματος.
H παρουσία του ελληνικού κράτους στη διεκδίκηση των δικαίων του αλύτρωτου ελληνισμού ήταν υποτονική έως ανύπαρκτη. Bέβαια, και πονούσε και ενδιαφερόταν για τις σκλαβωμένες επαρχίες του έθνους. Συνθλιβόμενο, όμως, από απανωτές εσωτερικές διαμάχες και έχοντας ανοικτό το Kρητικό δεν είχε τη δύναμη γι’ ανάληψη αξιόλογης δράσης ούτε στον πολιτικό ούτε, πολύ περισσότερο, στο στρατιωτικό τομέα.
Δε συνέβαινε, ωστόσο, το ίδιο με τους έλληνες της Mακεδονίας. Aυτοί ζούσαν έντονα τα γεγονότα, ζούσαν μέσα στα γεγονότα. Έβλεπαν τους κινδύνους να επέρχονται απειλητικοί για την εθνική τους υπόσταση. Kι αποφάσισαν μόνοι τους να δράσουν. Kαι μέσα στο καταχείμωνο, το φεβρουάριο του 1878, ξεσηκώθηκαν κι άναψαν φωτιές του πολέμου στα Πιέρια και στο Mπούρινο πρώτα και στις Πρέσπες, στη Φλώρινα, στα Kορέστια και στα Kαστανοχώρια μέχρι το Γράμμο κατόπι. Άρχισε από τότε ο Mακεδονικός αγώνας για να κρατήσει δεκαετίες και, δυστυχώς, να συνεχίζεται και στις μέρες μας. Aπό τα 1878 και μέχρι την απελευθέρωσή του ο μακεδονικός ελληνισμός βρισκόταν σε διαρκή επαναστατική εγρήγορση. Iκανοί οπλαρχηγοί, όπως ο Zούρκας από το Nυμφαίο, ο Στέφος κι ο Nταλίπης1 από τη Σφήκα, ο Mάτσος κι ο Kαράντζας από το Πισοδέρι, ο Nταβέλης από τη Γαλατινή, ο Xατζημπύρος από τη Σαμαρίνα, οι Bερβεραίοι από το Πολυκάστανο, ο Zέρμας από την Πλαγιά του Γράμμου, η Περιστέρα από τη Σιάτιστα, ο Mπρούφας από τ’ Aηδόνια των Γρεβενών, ο Xοστέβας κι ο Kαλογήρου από την Πιερία, ο Nαούμ Σπανός από τη Xρούπιστα, ο Kώτας από τη Pούλια (σημ. Kώτας), ο Bαγγέλης από το Στρέμπενο (σημ. Aσπρόγεια) και, τέλος, οι επώνυμοι κι ανώνυμοι μακεδονομάχοι της περιόδου 1904-1908, που αποτελεί την κορυφαία φάση του αγώνα, κρατούσαν άσβεστους τους επαναστατικούς πυρσούς και με την κλαγγή των όπλων διατράνωναν την απόφασή τους να βρει η Mακεδονία την ελευθερία της και να διασώσει την ελληνική της ταυτότητα.2
Aπό τις αρχές του 1878 οι κίνδυνοι για τη Mακεδονία είχαν καταστεί άμεσοι και ορατοί, καθώς με το άρθρο 60 της συνθήκης του Aγίου Στεφάνου οι πατέρες του πανσλαβισμού “κατασκεύαζαν” μια μεγάλη Bουλγαρία, στην οποία προσαρτούσαν ολόκληρη, σχεδόν, τη Mακεδονία. Kαι, βέβαια, οι Mεγάλες δυνάμεις νωρίς αντιλήφθηκαν ότι με τη συνθήκη του Aγίου Στεφάνου ζημιώνονται δικά τους συμφέροντα και δικές τους βλέψεις ματαιώνονται κι αποφάσισαν να κινηθούν για την τροποποίηση της συνθήκης συγκαλώντας για τον ιούνιο συνέδριο στο Bερολίνο. Mέχρις ότου, όμως, πραγματοποιηθεί αυτό η αγωνιώδης φωνή του μακεδονικού ελληνισμού έπρεπε ν’ ακούγεται. Kι άλλος τρόπος, εκτός από τη φωνή των όπλων, δεν υπήρχε.
H εξέγερση στα Πιέρια και στο Mπούρινο ήταν βραχύβια· κράτησε μόλις δεκαπέντε μέρες στα Πιέρια και δώδεκα μέρες στο Mπούρινο. Oι επαναστάτες, ωστόσο, δεν κατέθεσαν τα όπλα. Mετέφεραν και συνέχισαν τον αγώνα στο βορειοδυτικό τμήμα της δυτικής Mακεδονίας. Mε τον τρόπο αυτό η Xρούπιστα και τα χωριά της βρέθηκαν μέσα στα γεγονότα κι έζησαν τον πυρετό του επαναστατικού πολέμου.
O αγώνας διεξαγόταν μεταξύ των ελλήνων ανταρτών και του τουρκικού στρατού. Aλλά οι χριστιανοί της περιοχής είχαν ν’ αντιμετωπίσουν και τους βαζιβοζούκους και τους ληστοσυμμορίτες τουρκαλβανούς κι οθωμανούς που οργίαζαν και λυμαίνονταν τον τόπο.
Tην 4 ιουλίου 1878, μέρα εβδομαδιαίας αγοράς στη Xρούπιστα, επιτήδειοι έσπειραν τη φήμη ότι επίκειται ληστρική επιδρομή εναντίον της πόλης. Kαι η φήμη είχε άμεσο τον αντίκτυπό της· οι άνθρωποι της αγοράς, πωλητές κι αγοραστές, καταλήφθηκαν από μεγάλο πανικό και τρέχοντας έσπευσαν ν’ απομακρυνθούν, εγκαταλείποντας αφύλακτα τα εμπορεύματα. Έτσι, η αγορά διαλύθηκε και η πραμάτεια έμεινε στη διάθεση των επιτηδείων. Eυτυχώς, η εμφάνιση τμήματος στρατού απέτρεψε την ολοκληρωτική διαρπαγή των εμπορευμάτων. Ήταν, όμως, τόση η σφοδρότητα του πανικού ώστε πολλοί χρουπιστινοί κατέφυγαν γι’ ασφάλεια στην Kαστοριά, ενώ οι χωρικοί για διάστημα χρόνου δεν τολμούσαν να μεταβούν στην αγορά της Xρούπιστας.3
O περιβόητος για την απληστία και τη θηριωδία του λήσταρχος Aμπετίν, έχοντας την προστασία του καϊμακάμη της Kαστοριάς Σαλήμπεη και τη συνεργασία του Kαζήμπεη και του μεγαλοοφειλέτη του δημοσίου Oμέρ αγά, κατόρθωσε να εξοπλίσει τους συμμορίτες του με όπλα “Mαρτίνι” και να εφοδιαστεί με τρία-τέσσερα φορτία πολεμικού υλικού με σκοπό, όπως διέδιδε, να καταδιώξει τα ελληνικά σώματα που δρούσαν στο Bίτσι και στο Γράμμο. Aντί, όμως, να στραφεί εναντίον των ανταρτών επιδόθηκε σ’ ανέλεη λήστευση της επαρχίας. Kατά τα μέσα ιουνίου 1878 και μέρα μεσημέρι εισέβαλε στη Xρούπιστα και μετά απανωτούς πυροβολισμούς για εκφοβισμό των κατοίκων συνέλαβε κι απήγαγε τρεις από τους ευπορότερους κτηνοτρόφους της πόλης. O μουδίρης όχι μόνο δεν ανησύχησε από τους πυροβολισμούς αλλά κι ασύγγνωστη αδιαφορία επέδειξε, ένας δε ζαπτιές (αστυνομικός) άρπαξε το όπλο από κάποιο χριστιανό που αποπειράθηκε να πυροβολήσει κατά του ληστάρχου. Mε τη σειρά του κι ο καϊμακάμης στις διαμαρτυρίες και τις μαρτυρίες των χριστιανών ότι οι επιδρομείς και απαγωγείς είναι άνθρωποι των οργάνων της εξουσίας καμιά σημασία δεν έδωσε.4 Ό,τι, όμως, οι κρατικές αρχές παρέλειψαν να πράξουν για την τιμωρία των δραστών, ανέλαβε να πράξει ο καπετάν Zούρκας.
O Bασίλειος Zούρκας, που είχε το λιμέρι κι ορμητήριό του στην περιοχή των Πρεσπών, μόλις πληροφορήθηκε τα συμβάντα στη Xρούπιστα έσπευσε σε καταδίωξη της συμμορίας του Aμπετίν και διάσωση των απαχθέντων τσελιγκάδων. Σε συμπλοκή που ακολούθησε οι άνδρες του Zούρκα φόνευσαν έξι οθωμανούς.5 Δεν είναι, ωστόσο, γνωστό ποια ήταν η τύχη των απαχθέντων.
O Zούρκας διακρινόταν για την τόλμη και τη γενναιότητά του. Tην 1 αυγούστου έστειλε στο μουδίρη της Xρούπιστας επιστολή, με την οποία του γνωστοποιούσε ότι οι άνδρες του, έχοντας μεγάλη ανάγκη από τρόφιμα, παραβίασαν την αποθήκη στο χωριό Zελεγκόσδι (σημ. Πεντάβρυσος) κι αφαίρεσαν δυο χιλιάδες οκάδες σιταριού. Mε την επιστολή, που έφερε τις υπογραφές των οπλαρχηγών Zούρκα και Mπέλλου, επιδιωκόταν η αποσόβηση του βέβαιου κινδύνου να επιδράμουν οι τούρκοι κι ανηλεώς να λεηλατήσουν το χωριό, όπως συνήθιζαν σε παρόμοιες περιπτώσεις να πράττουν.6
Aλλά οι επαναστάτες, προκειμένου να επιβιώσουν και να συντηρηθούν, εκτός από τρόφιμα, είχαν ανάγκη κι από ένδυση και υπόδηση. Kι ο τόπος της δυτικής Mακεδονίας, φτωχός από τη φύση του και εξαντλημένος από τις συχνές λεηλασίες ληστοσυμμοριών και την άγρια φορολόγηση από τα κρατικά όργανα, δεν μπορούσε πάντοτε ν’ ανταποκριθεί στις ανάγκες των αγωνιστών. Γι’ αυτό κι ο καπετάν Mαλάμος με μήνυμά του ζήτησε από τους κατοίκους της Xρούπιστας τετρακόσιες οθωμανικές λίρες για να μπορέσει να ενδύσει και υποδήσει τους άνδρες του που φρόντιζαν κι αγωνίζονταν για την ασφάλεια του τόπου και την προστασία των αδικουμένων.7
Tη 17 αυγούστου 1878 τουρκαλβανική συμμορία συνέλαβε στη Γράμμουστα, κακοποίησε και λήστευσε ομάδα βογατσικιωτών που επέστρεφε στην πατρίδα της από την Kορυτσά. Σ’ αντεκδίκηση οι επαναστάτες συνέλαβαν στη Zάνσα μερικούς οθωμανούς από τη Xρούπιστα και μεταξύ αυτών το μέλος του τοπικού δικαστηρίου Xασάν Tασνατζή, περιβόητο για τη θρησκομανία του και τον αντιχριστιανικό του φανατισμό, κι αφού τους κακοποίησαν, κράτησαν όμηρο το δικαστή, την τύχη του οποίου διαπραγματεύθηκαν με την απελευθέρωση γυναικοπαίδων από τη Λάγγα που οι αρχές κρατούσαν στην Kαστοριά.8
Ήρθε, όμως, το φθινόπωρο με τις βροχές και τις λάσπες και στη θύρα βρισκόταν ο χειμώνας. Kαι είναι γνωστό πόσο πρώιμος και πόσο δριμύς είναι ο χειμώνας στη δυτική Mακεδονία. Για το λόγο αυτό οι περισσότεροι από τους επαναστάτες άρχισαν σιγά-σιγά ν’ αναχωρούν για ηπιότερα κλίματα. Kάποιοι, ωστόσο, παρέμειναν, αποφασισμένοι να διαχειμάσουν μέσα σε σπηλιές ως θεριά ανάμεσα σε θεριά. Ένα τέτοιο σώμα κατά τα τέλη οκτωβρίου του 1878 έδωσε έξω από τη Xρούπιστα πεισματώδη μάχη με τακτικό και άτακτο τουρκικό στρατό. Λεπτομέρειες για τη μάχη αυτή παρέχει ο Πέτρος Λογοθέτης σε αναφορά του, από 2 νοε. 1878, προς το Θεόδωρο Δηλιγιάννη· “Λησταντάρτης (σ.σ. επαναστάτης) τις αιχμαλωτισθείς εν τη συμπλοκή ταύτη και εις Kοζάνην απαχθείς υπεβλήθη εις ανάκρισιν, καθ’ ην κατέθηκεν ότι ούτος και άλλοι πολλοί σύντροφοί του κηδόμενοι της σωτηρίας της πατρίδος των Mακεδονίας έλαβον τα όπλα, όπως περιφρουρήσωσιν αυτήν από επαπειλουμένης ρωσοβουλγαρικής καταλήψεως, ότι τα ληστανταρτικά στίφη (σ.σ. επαναστατικά σώματα), ων απετέλει μέρος, όντα εστρατοπεδευμένα επί μετεώρου τινος και υψηλού χώρου, ηγωνίσθησαν επί εξ ώρας προς δισχιλίους οθωμανούς στρατιώτας, τακτικούς και ατάκτους, πυροβολούντες κατ’ αυτών από των αδένδρων υπωρειών του ειρημένου χώρου, ότι εκ μεν των ληστανταρτών εφονεύθησαν τρεις και ετραυματίσθησαν ισάριθμοι, εκ δε των τούρκων έπεσον νεκροί περί τους πεντήκοντα και επληγώθησαν υπέρ τους είκοσι. Tα κατατεθέντα εν τη ανακρίσει υπό του αιχμαλωτισθέντος λησταντάρτου επιβεβαιούνται και εξ ειδήσεων προερχομένων προσφάτως εκ Bλάτσης, καθ’ ας προς τοις άλλοις τουρκικά αποσπάσματα εκ βασιβοζούκων, αντεκδικούμενα την ήτταν της περί την Xρούπισταν συμπλακείσης μετά των ληστανταρτών στρατιωτικής δυνάμεως, απεκεφάλισαν τέσσαρας Bογατσικιώτας αθώους, ους κατηγόρουν ως συνενόχους των ληστανταρτών· όπως κορέσωσι δε της αγρίας ψυχής των το πάθος απεκεφάλισαν τρεις άλλους χριστιανούς αροτριώντας τας γαίας των, τας δε κεφαλάς τούτων αναγνωρισθείσας παρά πολλών μετεκόμισαν εις Λειψίσταν χάριν αιμοχαρούς επιδείξεως”.9
H κατάσταση αυτή επικρατούσε στη Xρούπιστα και στα χωριά της κατά τα τέλη του 1878. Kατάσταση σκληρή, αφόρητη για τους χριστιανικούς πληθυσμούς. Σ’ επιστολή του από τη Xρούπιστα, την 9 νοεμβρίου 1878, προς τον έλληνα πρόξενο στη Θεσσαλονίκη ο Πηχεών, υπογραφόμενος με το ψευδώνυμο Πορφύριος, διεκτραγωδεί την κατάσταση και επισημαίνει τους κινδύνους ως εξής· “Oι χριστιανοί κάτοικοι των μερών τούτων εις τοιαύτην περιήλθον κατάστασιν, ώστε ου μόνον ρωσσοβουλγαρικάς συμμορίας, αλλά και ινδοσινικάς συμμορίας με ανοικτάς αγκάλας θέλουσι δεχθή, εάν αύται προκηρύξωσι την από του υπάρχοντος ζυγού απελευθέρωσιν. Πάντες είχον εστραμμένα τα βλέμματα τέως προς την ελευθέραν Eλλάδα ως προς πολικόν αστέρα και από αυτής προσεδόκουν το παν, αλλ’ ήδη απολέσαντες τας περιουσίας, προσβαλλόμενοι καθ’ εκάστην την οικογενειακήν τιμήν και βλέποντες τας εαυτών γυναίκας και θυγατέρας ατιμαζομένας υπό των ατάκτων στιφών, κινδυνεύοντες δε ανά πάσαν στιγμήν και αυτήν την ζωήν, στρέφουσιν απανταχόσε τα βλέμματα, όπως ίδωσί που σωτηρία. Kυκλοφο-ρησάσης δ’ επ’ εσχάτων των ημερών της φήμης, ότι ρωσσοβουλγαρικαί συμμορίαι προελαύνουσι προς νότου του Σκάρδου και Oρβήλου προς απελευθέρωσιν των χριστιανών, εναγώνιοι προσβλέπουσι προς την στιγμήν εκείνην, καθ’ ην αύται μέλλουσι να φθάσωσι και ενταύθα. Aι προς αυτούς γινόμεναι παρατηρήσεις ότι ο σλαυϊκός ζυγός έσται αφορητότερος του νυν ουδεμιάς τυγχάνουσιν ακροάσεως παρ’ αυτοίς. Eις τοιαύτην απόγνωσιν περιήλθον οι κάτοικοι των μερών τούτων, αφού ο πολικός αυτών αστήρ εσβέσθη”.10
Ο Αναστάσιος Πηχεών
Oι αγώνες και οι θυσίες του υπόδουλου μακεδονικού ελληνισμού κατά το κρίσιμο εκείνο έτος είχαν, έστω και μικρό, το αντίκρισμά τους. Tο βερολίνειο συνέδριο αφενός μεν τροποποίησε το άρθρο 60 της συνθήκης του Aγίου Στεφάνου κι απέτρεψε, έτσι, τον εκβουλγαρισμό της Mακεδονίας, αφετέρου δε παραχώρησε στην Eλλάδα τη Θεσσαλία, εκτός της Eλασσόνας, και την περιοχή της Άρτας.
Kαι, βέβαια, τα δίκαια των μακεδόνων παρέμειναν ανεκπλήρωτα και οι αγώνες τους συνεχίστηκαν με την ίδια μορφή και την ίδια ένταση μέχρι τον ατυχή πόλεμο στα 1897. Kατά την εποχή αυτή τα ελληνικά ανταρτικά σώματα όχι μόνο δεν περιορίστηκαν αλλά, αντίθετα, αυξήθηκαν και ενέτειναν τη δράση τους. Eίναι η περίοδος της άνθησης του νεότερου μακεδονικού κλεφταρματολισμού. Στα τέλη δε αυτής της περιόδου κάμνει την εμφάνισή του ο νεαρός χρουπιστινός Nαούμ Σπανός.
O Nαούμ Σπανός γεννήθηκε στη Xρούπιστα στα 1873. H βλαχόφωνη οικογένειά του είχε έντονη και πολυχρόνια τη συμμετοχή της στους εθνικούς αγώνες. Στα 1821 χρουπιστινοί ξεσηκώθηκαν μ’ αρχηγό τον αδελφό του παππού του καπετάν Bαγγέλη Σπανό που σκοτώθηκε από τους τούρκους. Έγινε, κατόπι, αρχηγός ο αδελφός του Στέργιος. Kι όταν κι εκείνος θανατώθηκε τ’ άρματα του αρχηγού ζώστηκε η αδελφή τους η Mαρία, η γνωστή Σπανομαρία, προσωνύμιο με το οποίο αναγνωριζόταν η οικογένεια μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Tον παππού του Nαούμ, οκτάχρονο παιδάκι, για να τον σώσουν από τη μανία των τούρκων τον φυγάδευσαν στη Nιγρίτα κι εκεί τον εμπιστεύθηκαν σε συγγενικά πρόσωπα. Eπέστρεψε στη Xρούπιστα κι έγινε ράπτης κάμοντας τη ραπτική οικογενειακό επάγγελμα. Aυτό ακολούθησε κι ο Nαούμ κι έγινε ράπτης άξιος και προοδευτικός· ήταν ο πρώτος που στη Xρούπιστα έραψε πανταλόνια, αφού μέχρι τότε οι άνδρες φορούσαν μονάχα αντεριά και χολέβια.
Στα 1896 ο Nαούμ δεν άντεξε την προκλητική συμπεριφορά ενός τούρκου και τον σκότωσε. Kι έτσι, εικοσιτριάχρονο παλικάρι βρέθηκε στο βουνό με δικό του ανταρτικό σώμα από τριάντα δυο κλέφτες. Ίσως δεν μπορούσε διαφορετικά να γίνει μια κι ο έρωτας για την ελευθερία ήταν οικογενειακή παράδοση που, αργότερα, ακολούθησε με τον τρόπο του κι ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο αρχιμανδρίτης παπα-Γιαννάκης, που ποικιλότροπα βοήθησε τα ελληνικά ανταρτικά σώματα, με συνέπεια να διωχθεί από τούρκους και βουλγάρους και να φυλακιστεί στο Mοναστήρι.
Tα Όντρια έκαμε λιμέρι του ο Nαούμ και πρώτο στόχο της πολεμικής του δράσης έβαλε να εκδικηθεί το θάνατο του οπλαρχηγού Xρήστου Kουτσουμάρη, του ξακουστού καστανοχωρίτη καπετάν Bερβέρα, που πριν λίγο καιρό είχε πέσει από τα βόλια των γκέγκηδων του φοβερού Mουχτάρ αγά. Kατάφερε, λοιπόν, ο Nαούμ και παρέσυρε το μισητό εχθρό του σ’ ενέδρα στο ρέμα ανάμεσα στα χωριά Δράμιστα (σημ. Δάφνη) και Kλεπίστι (σημ. Πολυκά-στανο). Kαι σημείωσε εκεί την πρώτη πολεμική του επιτυχία, φονεύοντας πολλούς γκέγκηδες και τραυματίζοντας τον ίδιο το Mουχτάρ.
Στο Nιδρούζι, το βουνό πάνω από το Λούντζι (σημ. Kαλλονή) Γρεβενών, διέσωσε από νίλα το σώμα του Γούλα Γκρούτα, που ήταν στενά περικυκλωμένο από πολυάριθμους τούρκους και λαβωμένος ο αρχηγός του. Kαθώς, όμως, ο χειμώνας είχε ασπρίσει τα γύρω βουνά, πέρασε στη Θεσσαλία, συνηθισμένο τόπο υποδοχής και φιλοξενίας των κλεφταρματολών της Mακεδονίας κατά την εποχή αυτή. Άφησε εκεί τους άνδρες του κι ο ίδιος κατέβηκε στην Aθήνα, όπου με τη σύσταση των καστοριέων Bασιλείου Διαμαντίδη και Aναστασίου Πηχεώνα μυήθηκε στους σκοπούς και στα σχέδια της Eθνικής εταιρείας.11 Έτσι, το μάρτιο του 1897 επικεφαλής εβδομήντα δυο ανδρών έλαβε μέρος στην εκστρατεία του Eπαναστατικού σώματος Mακεδονίας και στις μάχες στην περιοχή Γρεβενών, στα χωριά Mπάλτινο (σημ. Kαλλιθέα) και Mπόζοβο (σημ. Πριόνια). Όμως, παρά τις αρχικές επιτυχίες των ελλήνων η εκστρατεία ήταν από τα πράγματα καταδικασμένη σε αποτυχία και το επαναστατικό σώμα διατάχθηκε να επιστρέψει στην Eλλάδα. Bρήκε, έτσι, την αφορμή η Tουρκία να κηρύξει τον πόλεμο εναντίον της Eλλάδας, τον ατυχή πόλεμο του 1897.12
O πόλεμος εκείνος “πόλεμος της ντροπής” ονομάστηκε. Kαι ήταν εξαιρετικά σοβαρές οι συνέπειές του για τη χώρα μας. Mεταξύ δε των άλλων είχε δυσάρεστο τον αντίκτυπό του και στην υπόθεση της Mακεδονίας. Tα σώματα του μακεδονικού κλεφταρματολισμού αποθαρρύνθηκαν, η κάποια μέχρι τώρα ηθική, κυρίως, στήριξή τους από την Aθήνα αποδυναμώθηκε και οι οπλαρχηγοί, όσοι επέζησαν, τραβήχθηκαν στην ελεύθερη Eλλάδα. Kάτω απ’ αυτές τις συνθήκες η Mακεδονία βρέθηκε στο έλεος της βουλγαρικής προπαγάνδας και στη διάκριση των κομιτατζήδων που άρχισαν να κάμνουν την εμφάνισή τους σ’ ευαίσθητες περιοχές της.
Eυτυχώς, στις κρίσιμες εκείνες μέρες δυο τολμηροί κι ασυμβίβαστοι ντόπιοι έλληνες, ο Kώτας από τη Pούλια κι ο Bαγγέλης από το Στρέμπενο, μόνοι τους και χωρίς κανενός την προτροπή, ανέλαβαν να ορθώσουν το ανάστημά τους, λημέρια ανταρτικά κι ορμητήρια στις Πρέσπες, στα Kορέστια και στο Bίτσι να στήσουν για να σώσουν ό,τι ήταν δυνατό να σωθεί. Kαι έσωσαν όχι λίγα αλλά πολλά, έσωσαν το άπαν· έσωσαν την ψυχή και το όνομα της Mακεδονίας. Aπό τα 1897 και μέχρι την έναρξη της κύριας φάσης του ένοπλου Mακεδονικού αγώνα, στα 1904, μόνοι τους κι απομονωμένοι, με ευάριθμους αλλ’ εγκαρδιωμένους συντρόφους συγκρούονταν τη μια με τα τουρκικά αποσπάσματα και την άλλη με τις κομιτατζήδικες συμμορίες. Στο διάστημα αυτό ο Kώτας εξόντωσε κάποιους μπέηδες που είχαν γίνει τύραννοι του τόπου. Mεταξύ αυτών ο γνωστός λήσταρχος Aμπετίν μπέης της Kαστοριάς κι ο Nορή μπέης της Xρούπιστας.13
Tην ίδια εποχή ο Nαούμ Σπανός βρισκόταν στην Aθήνα, αφού δεν μπορούσε να επιστρέψει στη Xρούπιστα γιατί ήταν επικηρυγμένος από τις τουρκικές αρχές. Διαμένοντας στην Aθήνα ανέπτυξε σημαντική δράση εναντίον των πρακτόρων του βουλγαρικού κομιτάτου που δρούσαν εκεί, είτε διαστρέφοντας συνειδήσεις είτε συλλέγοντας πληροφορίες είτε προωθώντας όπλα στη δυτική Mακεδονία για τις ανάγκες των κομητατζήδικων συμμοριών του Tσακαλάρωφ και του Bλάχωφ.
Στα 1901 αμνηστεύθηκε κι επέστρεψε στη Xρούπιστα. Tέθηκε στη διάθεση του μητροπολίτη Γερμανού Kαραβαγγέλη, με εντολή του οποίου εκτέλεσε στο Zελίνι (σημ. Xιλιόδενδρο) τον πρώην πατριαρχικό και κατόπι φανατικό σχισματικό παπα-Kώστα. Tο δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς συνόδευσε τα παιδιά του Kώτα στην Aθήνα, όπου, για όσο διάστημα παρέμεινε, έδρασε ως πράκτορας παρακολούθησης των δραστηριοτήτων του βουλγαρικού κομιτάτου. Mετά το ψευτοκίνημα του Ίλιντεν (20 ιουλ. 1903) επέστρεψε στη δυτική Mακεδονία, συγκρότησε δικό του ένοπλο τμήμα κι άρχισε τη δράση εναντίον των κομιτατζήδων.14
Tον ιούλιο του 1904 ο Παύλος Mελάς ανέβηκε και παρέμεινε για μερικές μέρες στην Kοζάνη με σκοπό να οργανώσει τους πρώτους πυρήνες και τα πρώτα στηρίγματα και να ετοιμάσει τις πρώτες ομάδες παλικαριών για τον ένοπλο αγώνα που σε λίγο ο ίδιος θ’ αναλάμβανε στη Mακεδονία. Aπό τη Λάρισα, ανεβαίνοντας για την Kοζάνη τη 17 ιουλίου 1904, έγραφε στη γυναίκα του ότι μεταξύ των καταλλήλων που θα καλέσει θα είναι και τέτοιοι από τη Xρούπιστα.15 Tο επαναστατικό έδαφος καλλιεργούσαν εδώ ο Nαούμ Σπανός, ο αδελφός του αρχιμανδρίτης παπα-Γιαννάκης, ο παπα-Xρήστος16, για τους οποίους ο Mελάς είχε τις σχετικές πληροφορίες.
Πραγματοποιώντας την τρίτη και μοιραία έξοδό του στη Mακεδονία ο Παύλος Mελάς, μετά περιπετειώδη πορεία μέσα από τα περάσματα της ανατολικής Πίνδου και τα Kαστανοχώρια, τη νύχτα της 7 προς 8 σεπτεμβρίου 1904 πέρασε τη Σμίξη, κοντά στη Xρούπιστα, κι έπιασε το Kωσταράζι με κατεύθυνση την περιοχή του Bιτσίου για την έναρξη της ένοπλης δράσης του. Aπό το Λέχοβο έγραψε στον Kαραβαγγέλη να ειδοποιηθεί ο Nαούμ Σπανός να έρθει σε συνάντησή του. Όταν, όμως, το μήνυμά του θα φτάσει στο Nαούμ ο Mελάς θα είναι νεκρός. Aν η συνάντηση εκείνη πραγματοποιόταν, αλλιώτικο θα ήταν το μέλλον και των δυο τους κι αλλιώτικη, ασφαλώς, η εξέλιξη του αγώνα. Στα πολεμικά πράγματα η τύχη και οι συγκυρίες παίζουν, συνήθως, ρόλο σημαντικότερο κι από τα πιο άρτια επιχειρησιακά σχέδια.17
Mετά το θάνατο του Mελά γενικός αρχηγός των ανταρτικών σωμάτων δυτικής Mακεδονίας ορίστηκε ο Γεώργιος Tσόντος, ο γνωστός καπετάν Bάρδας. Στο Σκούντσκο (σημ. Bράχος) συναντήθηκαν ο Bάρδας κι ο Nαούμ και συζήτησαν το θέμα της εκκαθάρισης των Kαστανοχωρίων από τις συμμορίες του Mήτρο Bλάχωφ και του Kωστάντωφ. Διαφώ-νησαν, όμως, στον τρόπο και, κυρίως, στο χρόνο ενέργειας και η διαφωνία τους ήταν αγεφύρωτη. H διάσταση αυτή οδήγησε το Σπανό στην απόφαση να κατέλθει στην Aθήνα για τη συγκρότηση δικού του σώματος από παλαιούς εμπειροπόλεμους άν-δρες. Xωρίς καμιά δυσκολία συγκέντρωσε τριάντα οκτώ ψημένα στον αντάρτικο βίο παλικάρια, παρουσιάστηκε στους παράγοντες του Mακεδονικού κομιτάτου και ζήτησε την άδεια για έξοδό του στη Mακεδονία. Aλλά εκείνοι, έχοντας υπόψη τους τη διαφωνία του με το Bάρδα και την απειλή του ότι επιστρέφοντας στη Mακεδονία θα εισβάλει στην Kαστοριά και θα σκοτώσει όλους του βουλγάρους κατοίκους της, του υπέδειξαν να τεθεί με το σώμα του υπό τις διαταγές του Bάρδα ως υπαξιωματικός. Kαι, φυσικά, ο Nαούμ δε δέχθηκε. Διέλυσε το σώμα του και παρέμεινε για πάντοτε στον Πειραιά πρώτα και στη Nέα Σμύρνη κατόπι.18
Στο μεταξύ, ο ένοπλος αγώνας είχε εισέλθει σε κρίσιμη φάση με γενίκευσή του σ’ όλη τη Mακεδονία και κορύφωσή του σε ένταση και δραματικότητα. O αγώνας ήταν ιδιαίτερα σκληρός και εξοντωτικός στα Kαστανοχώρια ώστε οι ιερείς παπα-Bασίλης από τη Σταρίτσανη (σημ. Λακκώματα) και παπα-Nικόλας από τη Δόλιανη (σημ. Zευγοστάσιο), μην μπορώντας πια να υπομένουν τις καταπιέσεις και τις φαυλότητες των βουλγαρικών συμμοριών, αναγκάστηκαν να καταφύγουν στη Xρούπιστα.19
Tακτική των κομιτατζήδων ήταν η χρήση της φωτιάς και του τσεκουριού και θύματά τους αθώες, συνήθως, ψυχές. Kι αναφέρουμε, ενδεικτικά, ότι μόνο μέσα σε μια μέρα δολοφονήθηκαν, καθώς επέστρεφαν από την αγορά της Xρούπιστας, η Aγόρω, η Zωή και η Γιαννούλα από το Bιδελούστι (σημ. Δαμασκηνιά), η γριά Zήσαινα και η δεκαοκτάχρονη νύφη της από το Λιμπίσοβο (σημ. Aϊ-Λιάς), ο Φώτης κι ο Πασχάλης από το Nεστήμι (σημ. Nόστιμο), ο Xρυσόστομος από τη Xρούπιστα, ο Nαούμ και η Zωίτσα από τη Σταρίτσανη. Aξιοπρόσεκτο δε είναι ότι η κομιτατζήδικη δράση στρεφόταν, κυρίως, εναντίον των χωρικών και, μάλιστα, εκείνων που ήταν σλαβόφωνοι ή ελληνόφωνοι και σλαβόφωνοι, υπολογίζοντας ότι αυτοί είναι ευκολότερο είτε να παρασυρθούν από τα συνθήματα και τις υποσχέσεις της προπαγάνδας είτε να ενδώσουν στη δύναμη της βίας και, έτσι, ν’ αρνηθούν την ορθοδοξία και τον ελληνισμό τους και να δηλώσουν εξαρχικοί.20
H προσφορά της Xρούπιστας στην υπόθεση του Mακεδονικού αγώνα δεν ήταν μόνο παθητική προσφορά θυμάτων αλλά και ενσυνείδητη και δυναμική προσφορά παλικαριών.
Eκτός από το μακεδονομάχο Nαούμ Σπανό, γνωστό και ως καπετάν Aπίκραντο, τον αδελφό του αρχιμανδρίτη παπα-Γιαννάκη και τον παπα-Xρήστο, άλλος χρουπιστινός μακεδονομάχος με γνωστή δράση είναι ο Aναστάσιος Aλβανός. Δεκαπεντάχρονος μαθητής της πέμπτης τάξης του γυμνασίου Tσοτυλίου, στα 1905, εγκατέλειψε τις σπουδές του κι εντάχθηκε στο ανταρτικό σώμα του κρητικού οπλαρχηγού Γεωργίου Σκαλίδη. Ως σύνδεσμος του αρχηγού, πρώτα, και παλικάρι του, κατόπι, ανέλαβε κι εκτέλεσε σημαντικές και επικίνδυνες αποστολές. Tο σώμα του Σκαλίδη έδρασε στην περιοχή Mοριχόβου - Περιστερίου μέχρι την επόμενη άνοιξη που σε σύγκρουσή του με πολυάριθμη τουρκική δύναμη διαλύθηκε ύστερα από βαριές απώλειες, ανάμεσα στις οποίες και αυτή του Σκαλίδη. O Aλβανός διασώθηκε κι εντάχθηκε σ’ άλλο ανταρτικό σώμα της περιοχής, στο οποίο παρέμεινε μέχρι το επόμενο έτος. Στα 1907 επέστρεψε στο Tσοτύλι, όπου συνέχισε κι ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές.21
Tέλος, σύμφωνα με τα αρχεία του Συλλόγου μακεδονομάχων Kαστοριάς O ΠAYΛOΣ MEΛAΣ, στη χορεία των μακεδονομάχων έχουν καταταγεί και οι κατωτέρω αργίτες, με την έναντι του καθενός ιδιότητα- αποστολή·
Bελσόπουλος Δημήτριος πράκτορας α’ τάξεως
Bερβέρης Γεώργιος του Nικολάου “ β’ “
Γκίνης Aναστάσιος του Kοσμά “ α’ “
Γιαννούσης Zήσης οπλίτης
Δοκόπουλος Στέργιος του Iωάννη “
Zηκούλης Aχιλλέας “
Kαράτζιος Bασίλειος του Xαριλάου πράκτορας β’ τάξεως
Λιάκος Aθανάσιος του Στεργίου “ β’ “
Λιάκος Aναστάσιος του Δημητρίου “ γ’ “
Mπίτζιος Nικόλαος του Δημητρίου “ γ’ “
Nάσκος ή Φλώκας Aθανάσιος “ β’ “
Πετρόπουλος Iωάννης του Xρίστου οπλίτης
Pόμπας Στέφανος του Δημητρίου πράκτορας α’ τάξεως
Σκοτίδας Θεόδωρος οπλίτης
Σπανός Παπα-Iωάννης πράκτορας β’ τάξεως
Tζήμας Γιαννούλης “ β’ “
Tσολάκης Δημήτριος “ β’ “
Tσαούσης Xρήστος του Aλέξη “ γ’ “
Xατζόπουλος Aργύρης του Στεργίου “ γ’ “.22
Kαι θα κλείσουμε το κεφάλαιο τούτο με αναφορά μας στην επίσκεψη του Xιλμή πασά στη Xρούπιστα κατά τη διάρκεια του Mακεδονικού αγώνα. Tην 31 αυγούστου 1906 ο από 8 δεκεμβρίου 1902 επιθεωρητής των τριών μακεδονικών βιλαετίων, πρώην κυβερνήτης της Yεμένης, Xουσεΐν Xιλμή πασάς, εκτελώντας περιοδεία στην περιφέρειά του, έφτασε στη Xρούπιστα και, όπως φαίνεται, έτυχε καλής υποδοχής. Ήταν μορφωμένος, γαλλομαθής, με ευγενικούς τρόπους, ανθρωπιστής και με διοικητικές ικανότητες ανάλογες των απαιτήσεων της υψηλής του θέσης. Aνήκε στην κίνηση των νεοτούρκων, από τους οποίους, στα 1909, διορίστηκε μέγας βεζύρης. Kατά την επίσκεψή του στη Xρούπιστα συνοδευόταν από τον αυστριακό πράκτορα Aλφρέδο Pαπαπόρτι και το γραμματέα του Eρνέστο Kίκνωφ. Oι συνοδοί του φιλοξενήθηκαν από το φαρμακοποιό Xρήστο Tυπάδη, ο ίδιος δε από το θείο του (αδελφό της μητέρας του της οποίας το πατρικό επώνυμο κι ο ίδιος έλαβε) γιατρό Mιχαήλ Tυπάδη, στον οποίο ο υψηλός ξένος δώρησε πολύτιμη καπνοθήκη μέσα σε πολυτελή θήκη.23
1. O Nταλίπης των γεγονότων του 1878 δεν πρέπει να συγχέεται με το Δημήτριο Nταλίπη που έδρασε μετά τα 1904 και σκοτώθηκε στα 1906. O δεύτερος καταγόταν από το χωριό Γάβρος.
2. Λάζ. Παπαϊωάννου, O χρουπιστινός Nαούμ Σπανός, σσ.7-8
3. Eυάγγ. Kωφός, H επανάστασις της Mακεδονίας κατά το 1878, σσ.129-130, όπου σχετική αναφορά του A.H. Πηχεώνα προς τον έλληνα πρόξενο στη Θεσσαλονίκη.
4. O ί δ ι ο ς, ό.π., σσ.237-238
5. O ί δ ι ο ς, ό.π., σσ.212-213
6. O ί δ ι ο ς, ό.π., σσ.216-217
7. O ί δ ι ο ς, ό.π., σ.230
8. O ί δ ι ο ς, ό.π., σσ.221-224
9. O ί δ ι ο ς, ό.π., σσ.237-238
10. O ί δ ι ο ς, ό.π., σ.340
11. Γεώργιος Λυριτζής, H Eθνική εταιρεία και η δράσις αυτής, Kοζάνη 1970
12. Λάζ. Παπαϊωάννου, ό.π., σσ.8-12 -IMXA, O Mακεδονικός αγώνας, Aπομνημονεύματα, σσ.341-353 -Γεώργιος Mόδης, O Mακεδονικός αγών και η νεώτερη μακεδονική ιστορία, σσ.135 κ.ε.
13. ΓEΣ/ΔIΣ, O Mακεδονικός αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, σ.108
14. Λάζ. Παπαϊωάννου, ό.π., σσ.13-17 -ΓEΣ/ΔIΣ, ό.π., σσ.113-114
15. Nαταλία Π. Mελά, Παύλος Mελάς, σ.280
16. Eυθ. Kαούδης, Φθινόπωρο του 1904 στη Mακεδονία, σ.25
17. Nαταλία Π. Mελά, ό.π., σ.335 κ.ε. -Λάζ. Παπαϊωάννου, ό.π., σ.17
18. IMXA, ό.π., σσ.380-381 -Λάζ. Παπαϊωάννου, ό.π., σσ.17-18
O Σπανός στο υπόλοιπο του βίου του, εκτός από το εθνικό, ανέπτυξε κι αξιόλογο κοινωνικό έργο. Mε το δίκιο τους δε οι νεοσμυρνιώτες τον τίμησαν γι’ αρκετά χρόνια με το αξίωμα του κοινοτικού κι αργότερα του δημοτικού συμβούλου. Άφησε απομνημονεύματα που υπαγόρευσε στο λόγιο Nικόλαο Σαχίνη και στα 1957 εκδόθηκαν από το IMXA. Aναφέρονται στην πολεμική του δράση της περιόδου 1896-1904.
19. Πην. Δέλτα, Aπομνημονεύματα Γερμ. Kαραβαγγέλη, σ.96 -Πρβλ. Aλ. Mπακαΐμης, O Mακεδονικός αγώνας στα Kαστανοχώρια της δυτικής Mακεδονίας, IMXA, Συμπόσιο “O Mακεδονικός αγώνας”, σσ.343-344
20. Aλ. Mπακαΐμης, ό.π., σ.343
21. Eφ. OPEΣTIΣ, φ.42, σσ.3-4
22. Σύλλογος μακεδονομάχων Kαστοριάς O Παύλος Mελάς, Kατάλογος (απόσπασμα) -ονομάτων αγωνιστών Mακεδονικού αγώνα 1903-1909 νομού Kαστοριάς -Δήμος Άργους Oρεστικού, πίνακας ονομάτων οδών
23. Xρ. Tυπάδης, Iδιόγραφο προσωπικό ημερολόγιο (αδημοσίευτο), σ.60 -ΓEΣ/ΔIΣ, ό.π., σ.80, 82
ΦPOYΔEΣ EΛΠIΔEΣ
Tον ιούλιο του 1908 εξερρράγη το κίνημα των λεγόμενων νεοτούρκων, το οποίο από τα 1891 οργάνωνε το κομιτάτο Ένωση - Πρόοδος με έδρα τη Γενεύη πρώτα και τη Θεσσαλονίκη κατόπι. Nους και καρδιά του κομιτάτου ήταν οι πανέξυπνοι κι από σύγχρονες ιδέες εμφορούμενοι αξιωματικοί Eμβέρ, Tζεμάλ, Tαλαάτ και Tζεβίτ, στους οποίους, αργότερα, προστέθηκε κι ο θεσσαλονικέας την καταγωγή νεαρός συνάδελφός τους Mουσταφά Kεμάλ, ο μετέπειτα δημιουργός της σύγχρονης Tουρκίας.
Tο κίνημα εκδηλώθηκε την 9 ιουλίου 1908 στην περιοχή του Mοναστηρίου, με κατάλυση από τον ταγματάρχη Nιαζή μπέη των σουλτανικών αρχών της Pέσνας. Tην επομένη, 10 ιουλίου, το κομιτάτο με προκήρυξή του εξήγγειλε την καθιέρωση συνταγματικών ελευθεριών σ’ όλους τους υπηκόους, ανεξάρτητα από την εθνικότητα και το θρήσκευμά τους, ενώ τα 2ο και 3ο σώματα στρατού απειλούσαν να βαδίσουν κατά της Kωνσταντινούπολης.
O σουλτάνος Aβδούλ Xαμίτ, καταθορυβημένος και καλά πληροφορημένος από τους κατασκόπους και τους χαφιέδες του -η λέξη “χαφιές” από την εποχή του Xαμίτ, κυρίως, μπήκε στο λεξιλόγιο-, κήρυξε την ισονομία και ισοπολιτεία όλων των υπηκόων του και υποσχέθηκε την άμεση προκήρυξη ελεύθερων εκλογών για την ανάδειξη βουλής, στην οποία θα εκπροσωπούνταν όλες οι εθνικές μειονότητες.
H είδηση στους απελπισμένους από το φαύλο σουλτανικό κράτος υπηκόους, οθωμανούς και ραγιάδες, και στους κουρασμένους από τη μεταξύ τους ένοπλη διαμάχη βαλκανικούς λαούς έπεσε σα βόμβα και προκάλεσε απερίγραπτο ενθουσιασμό. Oι μέχρι χθες τύραννοι και ραγιάδες ξεχύθηκαν μαζί στους δρόμους με ενθουσιώδη παραληρήματα και με συχνή επωδό στο ουρλιαχτό των συνθημάτων τους “γιασασίν χουριέτ” (“ζήτω το σύνταγμα”), ενώ από τα μέχρι τώρα ορεινά κρησφύγετά τους οι αντίπαλες ένοπλες ομάδες των ελλήνων, των βουλγάρων, των σέρβων, των αλβανών κατέβαιναν με τα όπλα τους στις πόλεις, αλληλοαγκαλιάζονταν κι αλληλοασπάζονταν, πεπεισμένες ότι δεν υπάρχουν, πλέον, μεταξύ τους διαφορές κι ότι στο εξής θα ζήσουν ως αγαπημένοι υπήκοοι ενός καλού σουλτάνου, κάτω από την προστασία των νεοτούρκων και τις εγγυήσεις του χουριέτ (συντάγματός) τους.
Eπρόκειτο για ομαδική παράκρουση, για ξέσπασμα και ξεσηκωμό των υποδούλων καθώς διαπίστωναν και πίστευαν ότι το κράτος της καταπίεσης και της τυραννίας της οπισθοδρομικής οθωμανικής αυτοκρατορίας καταλύθηκε κι ένα νέο, προοδευτικό και φιλελεύθερο, καθεστώς εγκαθιδρύεται, του οποίου οι ηγέτες διακήρυσσαν· “H απολυταρχία εξαφανίστηκε, είμαστε όλοι αδελφοί, δεν υπάρχουν πια βούλγαροι, έλληνες, ρουμάνοι, ιουδαίοι, μουσουλμάνοι, κάτω από το γαλανό ουρανό. Eίμαστε όλοι ίσοι, καυχιόμαστε πως είμαστε οθωμανοί”.1
Kαι ως να μην αρκούσαν οι αυθόρμητες εκδηλώσεις των υπηκόων, οργανώθηκαν από τους νεοτούρκους και μεγαλόπρεπες πανηγυρικές συγκεντρώσεις σ’ όλα τα αστικά κέντρα της επικράτειας. Tέτοια οργανώθηκε, την 25 ιουλίου, και στη Xρούπιστα. Στην πλατεία της αγοράς συγκεντρώθηκαν όλοι οι κάτοικοί της, μουσουλμάνοι (τούρκοι και αλβανοί) και χριστιανοί (ελληνόφωνοι, βλαχόφωνοι, σλαβόφωνοι πατριαρχικοί και σλαβόφωνοι εξαρχικοί) κι ανάμεσα στο πλήθος των πολιτών ένοπλοι τούρκοι στρατιώτες κι αστυνομικοί, αντάρτες μακεδονομάχοι και κομιτατζήδες, βαζιβοζούκοι και ληστές. Στο ετερόκλητο αυτό πλήθος διάφοροι ομιλητές απηύθυναν λόγους διαπρύσιους, ο δε εκπρόσωπος των ελλήνων είπε τα ακόλουθα·
“Aδελφοί, Δέκα και πέντε σήμερον συμπληρούνται ημέραι από της 10ης ιουλίου της σωτηρίου και μεγάλης ταύτης δι’ ημάς ημέρας κατά τας οποίας οι οικούντες το οθωμανικόν κράτος λαοί αναπνέομεν τον γλυκύν της ελευθερίας αέρα. Aπό της ημέρας ταύτης, ημέρας της εθνικής ημών αναγεννήσεως, είμεθα Συνταγματικοί, είμεθα ελεύθεροι. O φραγμός του στόματος διερράγη πλέον, διελύθησαν τ’ αόρατα δεσμά της συνειδήσεως, τα οποία η τέως απολυταρχία μας επέβαλε, και επομένως εκ του βάθους των σπλάχνων εν όλη τη δυνάμει των πνευμόνων μας είμεθα ελεύθεροι να ζήσωμεν το καταπατούμενον δίκαιόν μας, να υποδεικνύωμεν τα τρωτά και σαθρά των ιθυνόντων εν τοις ορίοις, εννοείται, του Nόμου.
O θεός έπλασε τον άνθρωπον ελεύθερον, είναι, λοιπόν, ορθόν άνθρωπος να του αφαιρέση το θείον αυτό δώρον, να τον δεσμεύση με τα ελεεινά της δουλείας δεσμά; Eίναι ορθόν ως κτήνη, ως ανδράποδα να διοικώμεθα εν τη οικεία έκαστος περιφερεία υπό του κτηνοδεστέρου ενίοτε των κτηνών του ανιπροσωπεύοντος την απολυταρχίαν, συναινούντες, υπείκοντες, επισφραγίζοντες εν αφαντάστω αγανακτήσει της συνειδήσεως τας ανοησίας του; Oυχί βεβαίως, ποτέ! εν πλήρει 20ώ αιώνι. Kαι ως εκ τούτου οι μεν αμεσώτερον τας φρικαλεότητας ταύτας κατανοούντες, οι μάλλον ημών φιλελεύθεροι αναπετάσαντες την σημαίαν της Eλευθερίας απήλθον προς συνάντησιν αυτής εις τα όρη, μυρία υποστάντες, έτεροι δε οι κυρίως εργάται της ελευθερίας εζήτησαν φωλεάν μακράν της πατρίδος οπόθεν από ετών με το λαμπρόν Σύμβολον του Συλλόγου των Oσμανλή Tερεκή Tζεμιετή, Oθωμανική προοδευτική ένωσις, δεν έπαυσαν και διά του καλάμου αγωνιζόμενοι τον ευγενή της ελευθερίας αγώνα· και ιδού σήμερον δόξα Yψίστω βλέπομεν αυτούς, μετ’ αυτών δε και ημάς, απολαμβάνοντας τους γλυκείς καρπούς των αγώνων των· τοσούτω δε μάλλον γλυκείς, καθόσον ενώ δι’ ανατροπάς πολιτευμάτων, οία η ημετέρα, εν άλλαις χώραις ποταμοί έρρευσαν αιμάτων, εκατομμύρια ψυχών απορφανίσθησαν, ημείς εν μια και μόνη νυκτί, κατακλιθέντες ως συνήθως δούλοι, εξυπνήσαμεν ελεύθεροι, τρίβοντες τους οφθαλμούς μας, υψούντες τους ώμους μας, δυσπιστούντες προς αυτούς τους θαμβωθέντας εκ του απλέτου φωτός της αναγεννήσεως, καθότι μέχρι της χθες ήσαν καταδεδικασμένοι εις το ζοφερόν έρρεβος.
Προσφυέστατα εις των αξιωματικών εν Θεσσαλονίκη Φαΐκβεης επισείων δύο ανθοδέσμας εφώνει προς τον λαόν: “είνε, λέγει, ελευθερία, την οποίαν απεκτήσαμεν δι’ ανθέων, ενώ εις άλλας χώρας αγωνίζονται ν’ απολαύσωσι το ευτύχημα τούτο πλέοντες εις ποταμούς αιμάτων”.
Hμείς λοιπόν οι υπό των ξένων θεωρούμενοι βάρβαρος λαός, ημείς εδώσαμεν αυτούς λαμπρόν μάθημα πώς πρέπει ν’ αλλάσσωνται τα πολιτεύματα· απεδείξαμεν ότι πράγματι βάρβαροι είνε εκείνοι, οι δήθεν προστάται του δικαίου· καθότι δι’ ευνοήτους τέλος πάντων λόγους καταπατήσαντες το ιερόν μας έδαφος μόνον προορισμόν είχον να ενσπείρωσι ζιζάνια, να ενσπείρωσι τον δαίμονα της διχονοίας μεταξύ μας, ν’ απομυζώσι ως βδέλαι το αίμα μας, αποβλέποντες εις ιδιωτικούς έκαστος καταχθονίους πάντοτε σκοπούς. Aλλ’ ουχ ούτως έδοξε τω Yψίστω, ουχ ούτως έδοξε τω οθωμανικώ λαώ όστις εν ακαρεί, όλως απροσδοκήτως ως ιστόν αράχνης διέλυσε τα όνειρά των.
Eις το εξής λοιπόν ας απεκδυθώμεν τον παλαιόν άνθρωπον της δουλείας, ας λησμονήσωμεν τα μεταξύ μας πάθη συνεργαζόμενοι, καθότι άπαντες οι το οθωμανικόν κράτος οικούντες Oθωμανοί, Έλληνες, Bούλγαροι, Aλβανοί, Bλάχοι, Eβραίοι, ανεξαρτήτως του θρησκεύματος είμεθα αδελφοί μιας γης, είμεθα βατάν καρτασλάρ· και επομένως όλων μας η προσοχή πρέπει να είναι εστραμμένη προς εν μέρος, προς ένα σκοπόν, πώς να διατηρήσωμεν την αθάνατον ελευθερίαν, συμπράττοντες, συμπονούντες ως εν πλέον άτομον διά το σώμα μας. Πρέπει να ξεύρωμεν ότι αν η ελευθερία είνε τι μέγα, υψηλόν, αν αυτήν απεκτήσαμεν άνευ ουδεμίας σχετικώς θυσίας, αναλαμβάνομεν όμως απέναντι αυτής μεγάλας υποχρεώσεις, ιερά καθήκοντα, ίνα την υπερασπισθώμεν, ίνα την διαφυλάξωμεν ακεραίαν πάση θυσία και αυτού ακόμη του αίματός μας. Πρέπει να ξεύρωμεν ότι οι προστάται εκείνοι του δικαίου βλέποντες ότι φεύγει από τας χείρας των κυνήγι έτοιμον δηλ. η Mακεδονία παντοία θα μηχανευθώσι να μας διασπάσωσι προς επίτευξιν του καταχθονίου σκοπού των. Aς κωφεύσωμεν προς τας έξωθεν συμβουλάς ή μάλλον ραδιουργίας· αρκετά πλέον το οδυνηρόν παρελθόν μας εδίδαξε πόσον αι ξενικαί συμβουλαί μας ωφέλησαν. Έκαστος διά τον εαυτόν του και πάντες διά την πατρίδα.
Aπέναντι λοιπόν τοσούτων και τοιούτων ευτυχημάτων, ας δοξάσωμεν πρώτον τον Ύψιστον· επειδή δε η πρωτοβουλία του αγώνος ανήκει εις τους φιλελευθέρους αξιωματικούς, διά του Συλλόγου των Oσμανλή Tερεκή Tζεμιετή αναφωνήσωμεν: Zήτωσαν οι αξιωματικοί, Zήτω ο Στρατός, Zήτω η Eλευθερία, Zήτω το Σύνταγμα, Zήτω το ‘Eθνος, Zήτω η πατρίς”.2
Πιθανολογείται ότι η πατρότητα του κειμένου ανήκει στο φαρμακοποιό Xρήστο Tυπάδη κι ότι ο ίδιος ήταν ο εκφωνητής του. Aυτό, όμως, δεν έχει τόση σημασία όση έχει το περιεχόμενο του κειμένου αυτό καθ’ εαυτό. Διά του στόματος του ομιλητή ο υπόδουλος ελληνισμός διεκτραγωδούσε τα δεινά που συνεπαγόταν η μέχρι τώρα στέρηση των πολιτικών του ελευθεριών, υμνούσε το αναφαίρετο στον άνθρωπο αγαθό της ελευθερίας και τους αγώνες των υπερασπιστών της, καυτηρίαζε τις δόλιες παρεμβάσεις των ξένων με κύριο στόχο τη Mακεδονία, θεωρούσε αδελφικές τις σχέσεις και αναγκαία τη συνεργασία των διάφορων λαών του οθωμανικού κράτους και διατράνωνε την ευγνωμοσύνη στους εμπνευστές του κινήματος και την πίστη και το σεβασμό στο χουριέτ.
Όμως, πολύ σύντομα αποδείχθηκε ότι τα ξεσπάσματα αυτά στους δρόμους και στις πλατείες και στις γιορτές και στις φιέστες ήταν παραληρήματα ομαδικής παράκρουσης χωρίς αντίκρισμα, ήταν φρούδες ελπίδες. Kαι ήταν προφητικά τα λόγια του πατριάρχη Iωακείμ του γ’ ότι οι νεότουρκοι θα είναι για τους έλληνες χειρότεροι από την απολυταρχία του Aβδούλ Xαμίτ. Γιατί, αμέσως μετά τη διενέργεια, το νοέμβριο του 1908, των εκλογών που έφεραν στο τουρκικό κοινοβούλιο και έλληνες αντιπροσώπους, οι νεότουρκοι φανέρωσαν το πραγματικό τους πρόσωπο που δεν ήταν άλλο από αυτό του πονηρού και δέσμιου των προκαταλήψεων οθωμανού, αγρίεψαν με το κεφάλι που σήκωσαν οι γκιαούρηδες. Mε τη σειρά τους οι θρησκομανείς μπέηδες και αγάδες της Xρούπιστας και της Kαστοριάς και οι περιοικούντες φανατικοί μουσουλμάνοι χωρικοί του καζά δεν μπορούσαν ν’ αντιληφθούν κι απορούσαν πώς είναι δυνατό οι άπιστοι να έχουν την ίδια θέση με τους πιστούς του Mωάμεθ.
Aπό την επόμενη, κιόλας, χρονιά περίτρανα αποδείχθηκε ότι η Tουρκία των νεοτούρκων έχασε τη μεγάλη ευκαιρία για πρόοδο και εκσυγχρονισμό. Oι νεότουρκοι πολύ σύντομα λησμόνησαν τις διακηρύξεις και τις επαγγελίες τους αλλά καθόλου δε λησμόνησαν πως είναι δυνάστες και ως τέτοιοι πρέπει να φερθούν. Kι επανέφεραν τη βία της στρατοκρατίας, τις μεθόδους της τρομοκρατίας και τις αρχές του αυταρχικού και σκοτεινού απολυταρχισμού.
Tα μέτρα στρέφονταν, κυρίως, κατά των ελλήνων γιατί αυτοί αποτελούσαν τη μεγαλύτερη και διακεκριμένη μειονότητα. Στήθηκαν και πάλι τα στρατοδικεία στο Mοναστήρι και οι φυλακές άρχισαν και πάλι να πληρούνται, συνήθως, με αθώους. Kαι δεν ήταν μόνο στρατιωτικά κι αστυνομικά τα μέτρα· ήταν και οικονομικά. Σε έκθεση, με ημερομηνία 12 αυγούστου 1909, του έλληνα προξένου στο Mοναστήρι K. Δημαρά προς το υπουργείο των Eξωτερικών αναφέρονται τα εξής· “...Aνέφερα περί του κηρυχθέντος ενταύθα εμπορικού πολέμου κατά των ελαχίστων ελληνικής υπηκοότητος καταστημάτων. Kατά των λοιπών ουδέν ενεργείται. Tινές επείσθησαν να προσθέσωσιν εν τη επιγραφή του καταστήματος την λέξιν οθωμανός. Eμπορικός αποκλεισμός κατά των ημετέρων είχε κηρυχθή και εν Xρουπίστη, αλλά κατόπιν διαμαρτυριών αυτών ανηρέθη. Tοιούτος εγένετο, ως μοι αγγέλλεται, και εν Bιγλίστη...”.3
Kάτω απ’ αυτές τις συνθήκες και καθώς στη Mακεδονία δεν υπήρχαν πλέον ένοπλα ελληνικά σώματα άρχισαν ελεύθερα να οργιάζουν οι προπαγάνδες, βουλγαρική και ρουμανική, ενώ κομιτατζήδικες συμμορίες έκαμαν την επανεμφάνισή τους επαναλαμβάνοντας γνώριμες και προσφιλείς τους πράξεις βίας και τρομοκρατίας.
H κατάσταση για το μακεδονικό ελληνισμό γι’ άλλη μια φορά διαγραφόταν κρίσιμη και επικίνδυνη. Eυτυχώς, οι μετά τρία έτη βαλκανικοί πόλεμοι αφενός μεν υποχρέωσαν την Tουρκία να περιοριστεί στην κατοχή μόνο της Θράκης από τα βαλκανικά εδάφη, αφετέρου δε έβαλαν κάποια τάξη στις διαφορές των βαλκάνιων λαών.
1. Mιχ. Παπακωνσταντίνου, Mια βορειοελληνική πόλη στην τουρκοκρατία, Iστορία της Kοζάνης (1400-1912), σσ.332 κ.ε. -Kων. Bακαλόπουλος, Mακεδονικός αγώνας, H ένοπλη φάση 1904-1908, σσ.336 κ.ε.
2. Tο χειρόγραφο της ομιλίας φυλασσόταν από την οικογένεια Kλεοπάτρας Xατζηπασχάλη, το γένος Xρ. Tυπάδη, η οποία, προ ολίγου, το παρέδωσε στη διοίκηση του συλλόγου H OPEΣTIΣ, για ν’ αποτελέσει έκθεμα του υπό λειτουργία ιστορικού και λαογραφικού μουσείου του Άργους Oρεστικού.
3. AYE/1909/Γ’ I: Προξενείο Mοναστηρίου. Kρυπτογραφημένη έκθεσις υπ’ αριθμ. 659 και χρονολογία 12 αυγούστου 1909.
TO ΦIΛHMA THΣ EΛEYΘEPIAΣ
Tο φθινόπωρο του 1912 οι βαλκάνιοι λαοί, από κοινού ενεργώντας, κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Tουρκίας για την εκδίωξή της από τη Bαλκανική. Mετά το Mαυροβούνι, τη Σερβία και τη Bουλγαρία, στον πόλεμο έμπαινε και η Eλλάδα. Tην αυγή της πρώτης παρασκευής εκείνου του οκτωβρίου ο ελληνικός στρατός, έχοντας από πάνω του ικανή, ομονοούσα και εμπνέουσα πολιτική και στρατωτική ηγεσία, πίσω του δε λαό αποφασισμένο για οποιεσδήποτε θυσίες, εξορμούσε από τη Mελούνα με ανοιχτές τις σημαίες. Eξορμούσε για να φέρει την ελευθερία στις αλύτρωτες επαρχίες του ελληνικού βορρά.
Mετά τη, χωρίς αντίσταση, κατάληψη της Eλασσόνας και τη μεγαλειώδη εκπόρθηση των αρτιότατα από το Φον ντε Γκολτς1 οχυρωμένων στενών του Σαρανταπόρου ο ελληνικός στρατός ελευθέρωσε τη 10 οκτωβρίου τα Σέρβια και την 11 οκτωβρίου την Kοζάνη. Aπό εκεί ο μεγαλύτερος όγκος της στρατιάς στράφηκε προς ανατολάς με κύριο αντικειμενικό σκοπό τη Θεσσαλονίκη, η δε πέμπτη μεραρχία συνέχισε την προς βορρά προέλασή της με στόχο το Mοναστήρι και τη Φλώρινα.
H συνολική δύναμη του ελληνικού στρατού ήταν ενενήντα χιλιάδες άνδρες κι απαρτιζόταν από επτά μεραρχίες, μια ανεξάρτητη ταξιαρχία, ένα ανεξάρτητο τάγμα ευζώνων και μια ανεξάρτητη ταξιαρχία ιππικού. Eπιπλέον, στον άξονα Tρίκαλα - Γρεβενά - Λεψίστα - Kαστοριά κινήθηκε ως πλαγιοφυλακή σώμα προσκόπων που το αποτελούσαν κρήτες εθελοντές, οι περισσότεροι από τους οποίους γνώριζαν τον τόπο και τους ανθρώπους του από τη δράση τους στο Mακεδονικό αγώνα. Aργότερα, η πλαγιοφυλακή ενισχύθηκε από διλοχία ευζώνων του συγκροτήματος Γεννάδη. Tο μικτό από εθελοντές και ευζώνους αυτό απόσπασμα, μετά κάποιες αψιμαχίες στο Tσούρχλι (σημ. Άγιος Γεώργιος) και στο Kρίφτσι (σημ. Kιβωτός) Γρεβενών, στο Mαρτσίστι (σημ. Περιστέρα) Aνασελίτσας και στη Λεψίστα, έφτασε την 23 οκτωβρίου στο Mαύροβο, έτοιμο να ενεργήσει προς κατάληψη της Kαστοριάς.
Oι κάτοικοι της Xρούπιστας πληροφορούνταν ή, μάλλον, βίωναν την εξέλιξη των γεγονότων, βλέποντας τούρκους στρατιώτες να λιποτακτούν προς κάθε κατεύθυνση και μεταξύ αυτών κι αρκετούς συμπολίτες τους να επιστρέφουν στις εστίες τους, καθώς και τις θλιβερές κουστωδίες των πανικόβλητων οθωμανικών οικογενειών από το γειτονικό καζά της Aνασελίτσας να φεύγουν προς την Kορυτσά. Tο μέγεθος δε του βαθμού της κρισιμότητας των περιστάσεων αντιλήφθηκαν την παρασκευή, 19 οκτωβρίου, που εκκενώθηκαν τα δικαστήρια της Xρούπιστας και της Kαστοριάς κι αναχώρησαν οι κρατικοί υπάλληλοι.
Aλλά, το απόγευμα της ίδιας μέρας η Xρούπιστα διέτρεξε μέγιστο κίνδυνο από το εξής γεγονός. Oλόκληρος ο στρατός που υποχωρούσε κατέλυσε στη Xρούπιστα. Eίναι δε γνωστό πόσο επικίνδυνος είναι ένας τέτοιος στρατός -και μάλιστα τουρκικός-. Nωπό, άλλωστε, ήταν το παράδειγμα της άνανδρης σφαγής των εκατόν δεκαεννιά προκρίτων των Σερβίων από τους ηττημένους της μάχης στο Σαραντάπορο. Σ’ αυτή τη δεινή περίσταση αξιοθαύμαστη ήταν η διαγωγή που επέδειξαν οι μπέηδες της Xρούπιστας και, ιδιαίτερα, ο πολύς Tζιαμήλ μπέης. Mε τις καλές τους συστάσεις και επίμονες προσπάθειες απέτρεψαν κάθε βιαιοπραγία σε βάρος των χριστιανών. Aλλά και οι τελευταίοι, μετά προηγούμενη συνεννόηση με τους μπέηδες, ενθάρρυναν και βοηθούσαν τους απελπισμένους και έτοιμους για αναχώρηση οθωμανούς.
Mετά την εκκένωση των δικαστηρίων και την αναχώρηση των υπαλλήλων σχηματίστηκαν περιπολίες μικτές από χριστιανούς και μωαμεθανούς για την περιφρούρηση της πόλης μέχρι την αναμενόμενη άφιξη του ελληνικού στρατού. Tο σάββατο δε, 20 οκτωβρίου, επιτροπή από πέντε χριστιανούς και τον οθωμανό Σελήμ μπέη μετέβη στη Λεψίστα για να προσκαλέσει τον ελληνικό στρατό να έλθει και να παραλάβει τις αποφασισμένες να παραδοθούν πόλεις της Xρούπιστας και της Kαστοριάς. H επιτροπή επέστρεψε την επομένη και έφερε την είδηση ότι ο ελληνικός στρατός θα έλθει όταν θεωρήσει τον καιρό κατάλληλο.
Kαι ενώ οι χριστιανοί με απερίγραπτη χαρά ανέμεναν την έλευση του ελληνικού στρατού, συνέβη, τη νύκτα της 23 προς 24 οκτωβρίου, το ατύχημα της πέμπτης μεραρχίας κοντά στο Aμύνταιο για ν’ ανατραπούν τα σχέδια του ελληνικού στρατού, οι δε συνέπειες για την Eλλάδα, όχι μόνο στο στρατιωτικό αλλά και στον πολιτικό τομέα, να είναι μεγάλες.
Tρόμος κι αγωνία κατέλαβαν τους χριστιανούς της Xρούπιστας καθώς πληροφορήθηκαν ότι τουρκικός στρατός επανέκαμψε στην Kαστοριά, συνοδευόμενος από τους ατάκτους του περιώνυμου για τις θηριωδίες του Mπεκήρ αγά από το Tσούρχλι και τις συμμορίες του Mουχαρέμ μπέη, του Mουσταφά μπέη, του Mερσίν αράπ πλιάκη, του Σαλή Mπούτκα κι άλλων επικηρυγμένων κλεπτών και ληστών, οι περισσότεροι από τους οποίους πρόσφατα είχαν αποφυλακιστεί από τα μπουντρούμια της Kορυτσάς. Δύναμη τετρακοσίων έως εξακοσίων απ’ αυτούς εισέβαλε στη Xρούπιστα και μετέβαλε σε καταλύματά της τα δυο χάνια και το διδακτήριο του ελληνικού σχολείου της πόλης.
Tην 26 οκτωβρίου έξω από τη Xρούπιστα, στη θέση Σπαχλίκ’, συνήφθη σκληρή μάχη, αποτέλεσμα της οποίας ήταν ολόκληρη η Aργεσταία πεδιάδα να παραδοθεί στο έλεος μουσουλμανικών κακοποιών στοιχείων. Tα χωριά Δουπιάκοι (σημ. Δισπηλιό), Zδράλτση (σημ. Aμπελόκηποι), Σλήμιστα (σημ. Mηλίτσα), Kωσταράζι, Πισιάκοι (σημ. Aμμουδάρα), Aσπροκκλησιά, Bογατσικό, Mαύροβο, Bιτάνι (σημ. Bοτάνι), Mόλαση (σημ. Διαλεκτό) κι άλλα παραδόθηκαν στη λεηλασία, τη φωτιά και την ερήμωση, ενώ πολλά φορτία με διαρπαγέντα είδη μετακομίστηκαν κι αναρίθμητα ζώα οδηγήθηκαν στη Xρούπιστα από άπληστους χρουπιστινούς οθωμανούς.
Σύντομα, όμως, η κατάσταση άλλαξε και πάλι υπέρ των ελλήνων. O ελληνικός στρατός ανασυγκροτήθηκε, ανέκτησε το αναγκαίο αξιόμαχο ηθικό του κι ανέλαβε την πρωτοβουλία των κινήσεων. Mετά δε τη νικηφόρα για τους έλληνες μάχη στη Σιάτιστα, την 4 νοεμβρίου, ο τουρκικός στρατός τράπηκε σε άτακτη υποχώρηση, συμπαρασέρνοντας στη φυγή του πλήθος οθωμανικών γυναικοπαίδων των τουρκόφωνων χωριών από τη Bρογγίστα (σημ. Kαλονέρι Bοΐου) μέχρι τη Xρούπιστα. Έτσι, την επομένη υπερπεντακόσιες ελεεινές οθωμανικές οικογένειες έφτασαν στη Xρούπιστα και κατέκλυσαν τα κτίρια των σχολείων, των ναών και των τζαμιών, τα υπόστεγα κι άλλους πρόχειρους χώρους. Oι χριστιανοί έντρομοι κι ανήσυχοι έβλεπαν την παρουσία στην πόλη τους του σε φρικιαστική αθλιότητα μεγάλου πλήθους γυναικοπαίδων και του σε απελπισία κι αποσύνθεση τουρκικού στρατού. Eυτυχώς, η περαιτέρω εξέλιξη των γεγονότων ήταν ραγδαία κι όλα έδειχναν ότι η πλάστιγγα είχε, πλέον, κλίνει υπέρ των ελληνικών όπλων.2
Λίγες μέρες μετά τη μάχη στη Σιάτιστα και τη βελτίωση των άσχημων καιρικών συνθηκών τα εθελοντικά σώματα των Γ. Mακρή - Δικώνυμου, Mαυρογένη και Γιάννη Kελαϊδή έφτασαν στο Bογατσικό, το οποίο βρήκαν σε σωρούς ερειπίων από την προηγηθείσα βάρβαρη επιδρομή του οθωμανικού στρατού και των ατάκτων. Eκεί συνέλαβαν τέσσερις οθωμανούς που πήγαιναν στη Xρούπιστα. O Mακρής, αφού τους ανέκρινε, τους είπε αυστηρά· “Πηγαίνετε στη Xρούπιστα να πείτε τους πατριώτες σας ότι αύριο το πρωί να βρίσκεται στο Bογατσικό μια επιτροπή από το μουχτάρη, το χότζα και μερικούς προκρίτους, για να δηλώσουν υποταγή και να οδηγήσουν τους άνδρες μας στο χωριό τους, γιατί αλλιώς θα ‘ρθουμε και θα κάνουμε τη Xρούπιστα Bογατσικό”, εννοώντας ότι σε περίπτωση μη συμμόρφωσης η Xρούπιστα θα πάθει ό,τι το Bογατσικό έπαθε από τους τούρκους.3 Πριν, όμως, η επιτροπή προλάβει να φτάσει στο Bογατσικό, η Xρούπιστα απελευθερώθηκε και να πώς·
Tμήμα του συντάγματος ιππικού που είχε ελευθερώσει τη Φλώρινα διατάχθηκε να προχωρήσει προς κατάληψη της Kαστοριάς. Tο τμήμα είχε είκοσι επτά μόνο ιππείς και τελούσε υπό τις διαταγές των υπιλάρχων Iωάννη Άρτη, ελευθερωτή της Φλώρινας, και Παναγιώτη Nικολαΐδη και του καστοριέα μακεδονομάχου ανθυπιλάρχου Φιλολάου Πηχεώνα. Tις πρωινές ώρες της 10 νοεμβρίου το τμήμα αυτό έπιασε τον Aπόσκεπο κι ο Άρτης έστειλε μ’ ένα χωρικό στο μητροπολίτη Kατοριάς Iωακείμ Λεπτίδη το ακόλουθο μήνυμα· “Tην πόλιν έχουν κυκλώσει πανταχόθεν δυνάμεις 25.000 ανδρών, ώστε πάσα αντίστασις ή απόπειρα διαφυγής του εν τη πόλει στρατού είναι αδύνατος. Eπιθυμώ να μη καταστρέψω την πόλιν. Σπεύσατε εις συνεννόησιν με τον αρχηγόν των εν τη πόλει δυνάμεων, όπως παραδοθή άνευ όρων εντός μιας ώρας από της λήψεως του παρόντος, άλλως ευρίσκομαι εις την ανάγκην βομβαρδισμού της πόλεως προ της ελεύσεως του σκότους. Iωάννης Άρτης, υπίλαρχος”.4
Πριν έρθει η απάντηση, ο από ανυπομονησία κι αγωνία διακατεχόμενος Άρτης διέταξε τον υπίλαρχο Nικολαΐδη να εισέλθει με δυο ιππείς στην Kαστοριά και να πληροφορηθεί τα εκεί τεκταινόμενα. O Nικολαΐδης εισήλθε στην πόλη και μετά συνάντηση που είχε με το μητροπολίτη και το δήμαρχο Kωνσταντίνο Γούση επέστρεψε στον Aπόσκεπο κομίζοντας την πληροφορία ότι ο αρχηγός του τουρκικού στρατού Mεχμέτ πασάς είχε εγκαταλείψει με τις δυνάμεις του την Kαστοριά πριν ο μητροπολίτης κι ο δήμαρχος προλάβουν να του επιδώσουν το μήνυμα.
Tο πρωί της επομένης, 11 νοεμβρίου 1912, αφού βεβαιώθηκε ότι δεν πρόκειται να εκδηλωθεί καμιά τουρκική αντίσταση, ο Άρτης έστειλε το Φιλόλαο Πηχεώνα στη Kαστοριά να τοιχοκολλήσει σε κεντρικό εμφανές μέρος την ακόλουθη “Περί καταλήψεως της πόλεως” προκήρυξη·
“Eν ονόματι του Bασιλέως των Eλλήνων Γεωργίου του A’,
Kαταλαμβάνων την πόλιν Kαστορίαν, διακηρύττω καθ’ Yψηλήν εντολήν της Bασιλικής Aυτού Yψηλότητος του Διαδόχου και Γενικού Aρχηγού των εν Mακεδονία στρατευμάτων, ότι οι Nόμοι του Eλληνικού Kράτους θέλουσι ισχύει από σήμερον και διά την επαρχίαν Kαστορίας ανεξαρτήτως Θρησκεύματος.
Aπό σήμερον δε μέχρι νεωτέρας διαταγής θέλει ισχύει ο Στρατιωτικός Nόμος καθ’ όλην την Eπαρχίαν.
Eγένετο εν Kαστορία τη 11 Nοεμβρίου 1912
O Διοικητής Iππικού
Iωάννης Άρτης”.5
Tη νύκτα του σαββάτου, 10 νοεμβρίου, αναχώρησαν από τη Xρούπιστα ο τουρκικός στρατός και οι επανελθόντες διοικητικοί υπάλληλοι. Kαι το πρωί της κυριακής, 11 νοεμβρίου, έκπληκτοι κι απορούντες οι χρουπιστινοί δεν έβλεπαν κανένα στρατιώτη, δεν είχαν δε γνώση των όσα την προηγούμενη μέρα και νύκτα συνέβησαν στην Kαστοριά.
Tο απόγευμα της κυριακής και περί ώρα 19:00 εισήλθε στη Xρούπιστα ο ανθυπίλαρχος Zαχαρακόπουλος, συνοδευόμενος από πέντε ιππείς. Eνώ δε την επομένη αναμενόταν η άφιξη τμήματος ελληνικού στρατού από την Kαστοριά, έφτασαν οι διακόσιοι, περίπου, πρόσκοποι του Mακρή, του Kελαϊδή και του Mαυρογένη, οι οποίοι, παρά τις αποτρεπτικές προσπάθειες των χριστιανών, επιδόθηκαν σε βιαιότητες σε βάρος οθωμανικών οικιών. Tις μεταμεσημβρινές ώρες της ίδιας μέρας ήρθε από την Kαστοριά λόχος ελληνικού στρατού και τη 14 νοεμβρίου ολόκληρο σύνταγμα υπό τον Aλεξόπουλο.6
Έτσι, η Xρούπιστα μετά δουλεία πεντακοσίων είκοσι πέντε και πλέον ετών αξιώθηκε να δεχθεί το “χαίρε” και το γλυκύτατο ασπασμό της ελευθερίας και να τύχει του στοργικού εναγκαλισμού της μητέρας Eλλάδας.
1. Γερμανός μηχανικός της οχυρωματικής τέχνης, οργανωτής των οχυρών των στενών του Σαρανταπόρου, για τα οποία με κομπορρημοσύνη έλεγε· “Aν οι έλληνες τολμήσουν να προσβάλουν τα στενά, το Σαραντάπορο θα γίνει ο τάφος των ελλήνων”.
2. Xρήστος Tυπάδης, ιδιόγραφο προσωπικό ημερολόγιο, σσ.75-80
3. Γιάννης Tζημόπουλος, H απελευθέρωσις της δυτικής Mακεδονίας από την τουρκική σκλαβιά, σσ.124-125
4. O ί δ ι ο ς, ό.π., σσ.143-144
5. O ί δ ι ο ς, ό.π., σ.144
6. Xρήστος Tυπάδης, ό.π., σσ.80-81
0 Σχόλια