Νιονιό: μυαλό
Νισιάνι: κακό σημάδι
Νίφκα: (νίβομαι) πλύθηκα
Νουμπέτι: είδος ήσυχου τραγουδιού
Νούνος: νουνός, κουμπάρος
Νουντάς: δωμάτιο
Νουρά: ουρά
Νόχτος: μέρος ή άκρη χωραφιού
Νταβατούρι: οχλαγωγία
Νταής: υπερήφανος
Νταϊλιάνα: υπερήφανη
Νταϊρές: ντέφι
Νταλκάς: καημός, βάσανο
Νταμπλάς: εγκεφαλικό
Νταραβέρι: συναλλαγή
Ντερβίσης: παλληκάρι
Ντερμπεντέρης: αυτός που δε νοιάζεται για τίποτε
Ντέρτι: καημός, έρωτας
Ντιβορλίγκα: όλα άνω κάτω, αυτός που πάει κι έρχεται
Ντιρέκι: όρθιος, ίσιος, στήριγμα, ψηλός, ξύλινη κολόνα
Ντισάκι: δισάκι
Ντόμπρος: αγαθός
Ντουμάνι: πήρε μέρος, σύννεφο από σκόνη
Ντουμάνιασε: προχώρησε η φωτιά, γέμισε από σκόνη
Ντούμπα: βουναλάκι
Ντουνιάς: κόσμος, λαός
Ντουσιέκι: στρώμα γεμισμένο με χόρτο
Ντούτκα: ξύλο από βουζουλιά (παιχνίδι)
Ντραγάτης: αγροφύλακας
Ξαπόστησα: (ξαποσταίνω) ξεκουράστηκα
Ξεγκλαβανο: ακλάδευτο, παρατημένο
Ξεκολώθηκε: καταστράφηκε
Ξεμαντούκωλος: απεριποίητος
Ξεμπλέτσωτος: ασουλούποτος, σβαρνιάρης
Ξεπατωμένος: κατεστραμένος
Ξεποδαριάστηκα: παρακουράστηκα περπατώντας
Ξέρασε: έκανε εμετό
Ξεπλατίστηκα: παρακουράστηκα
Ξεστόχαστος: αφηρημένος
Ξιαρνώ: καθαρίζω με το μεγάλο φτυάρι (την κοπριά, το χιόνι)
Ξύκι: έλλειμα
Ξυλοκρέβατο: φέρετρο
Ξύντσε: ξύνισε
Ξυπόλητος αυτός που έχει γυμνά πόδια
Ξωτικές: νεράϊδες, μάγισσες, όμορφες
Όβουρος: αυλή
Όκαχτος: όμοιος, ολόιδιος
Οκνηρός: τεμπέλης βαρύς
Όντας: όταν
Όξω: έξω
Ορμήνια: συμβουλή
Ορμηνεύω: συμβουλεύω
Ουβρά: Εβραία
Ουβρός: Εβραίος
Ουργιό: κρυολόγημα, τρέμουλο
Ουρλιάζω: μουγκρίζω παράξενα
Ουρός: το υγρό που βγαίνει στραγγίζοντας την ούρδα
Ούσι: αυτιά
Ουχτρός: εχθρός
Από το βιβλίο του Παν. Αθ. Ριζόπουλου
''Οι Ρίζες μας''
0 Σχόλια