ΤΙΤΛΟΙ

8/recent/ticker-posts

Λαγκιώτικο Γλωσσάρι (Λ-Μ)






Λάγκα
















Λάβα:   λίβας

Λαγαρό: καθαρό

Λαγκίτες: τηγανίτες

Λαγούμι:   τρύπα στο χόρτο ή στο άχυρο
Λάκιασε:    (λακίζω) πήρε τη ρεματιά
Λακκιά:  
ρεματιά, λάκκος, ποταμάκι
Λαλάει:   (λαλώ) κελαϊδάει

Λαλιά:   φωνή

Λάφια:   αστεία, παχειά λόγια

Λεγένι:   λεκάνη μεταλλική

Λειψό:   έλλειμμα

Λέλεκας:   πελαργός

Λενιώ:   Ελένη

Λεφτοκαρυά:   φουντουκιά

Λιάντσε:   (λιανίζω) κομμάτιασε



Λιανώματα:   ψιλά

Λιάτα:   τσεκούρι, μεγάλο φαρδύ

Λιγκιάζω:   έχω λόξυγκα

Λιγούρα:   εξάντληση

Λιγώθηκα:   (λιγώνομαι) εξαντλήθηκα
Λιγωμένος:  
εξαντλημένος

Λιέει:   λέει

Λιόμπα:   μικρούλα λίμνη

Λισιά:   πόρτα με ξύλινα σανίδια

Λιχνίζω:   μετά το αλώνισμα βγάζω τα άχυρα με τη βοήθεια του αέρα και παίρνω τον καρπό

Λόγγος:   δάσος

Λοζιασμένο:   ανακατωμένο

Λούναβος:   απότομος

Λούνη:   λάσπη που μένει μετά από πλημμύρα














































Μαζώθηκαν:   συγκεντρώθηκαν


Μακεδονίσι:   μαϊδανός

Μαλάθα:   πανέρι

Μαλαφρόντζο:   σοβαρή αρρώστεια γυναικών

Μαμαλίγκα:   κατσιαμάκι με αλεύρι από καλαμπόκι

Μαμπέτια:   λόγια παραπονίσια, χωρίς σημασία

Μανάστηρο:   μοναστήρι

Μαντζάνα:   μελιτζάνα

Μαράγκιασε:   μαράθηκε

Μασιάς:   σίδηρο με δύο λάμες για να πιάνει τα κάρβουνα

Μάτιασμα:   βασκανία

Μέτσκο:   αρκούδα

Μιλάδελφος:   παράδελφος

Μιντέρι:   στρώμα στο καθημερινό δωμάτιο

Μιτάρι:   εξάρτημα αργαλειού για τις κλωστές

Μολάιγκος:   βολικός

Μορόζα:   γυναίκα που ζει παράνομα με άντρα

Μούγκαβος:   βαρύς τύπος

Μούκας:   κοιμισμένος, αργόστροφος
Μούλιες:   μουλάρια

Μουραφέτι:   παχειά λόγια

 Μούργινε:   σουρούπωσε

Μουρλάθηκε:   τρελάθηκε

Μουρντάρης:   βρωμιάρης σε όλα
Μουρτζάλι:   δοχείο ξύλινο για τροφές γουρουνιών

Μουσκόγυφτσα:   γύφτισσα, τσιγγάνα
Μουσιαφέζης:   επιπόλαιος

Μνημόρια:   μνήματα, τάφοι

Μπαΐλτσε: ζαλίστηκεεξαντλήθηκε




Μπαϊμάκης: βαρύς αγαθός




































Μπάμπκα: πρήξιμο από χτύπημα



Μπάμπαλο:   σκουπίδι

Μπαμπίτσα:   βελόνα μεγάλη

Μπαμπίτσες:   παχύ έντερο, χοιρινό για λουκάνικα

Μπάμπω:   γριά

Μπαριάκι:   σημαία του γάμου

Μπασαμάκι: πλάκα μεγάλη (πέτρα)

Μπάσι:   κρεβάτι χτιστό

Μπιγλίκινο:   καταραμένο

Μπερεκέτι:   παραγωγή

Μπερμπάντης:   ανήθικος, βρωμιάρης
Μπέσα:   ειλικρίνεια

Μπεσαλής:   ειλικρινής

Μπέρδες:   ψευτοεγωιστής

Μπερμπέρης:   κουρέας

Μπερντές:   κουρτίνα

Μπιζελίκι:   βραχιόλι

Μπιζέρισα:   (μπιζερνώ) βαρέθηκα

Μπίτσε:   τελείωσε

Μπλάνα:   πλάκα τυριού

Μπόντος:   βουκέντρα για το διώξιμο βοδιών

Μπόντσα:   πήλινο ταψί για πίτες και κουλούρες

Μπόρα:   κακοκαιρία με βροχές και αέρα
Μπόρτζιε:   χρέος

Μπούκλα:   ξύλινο δοχείο για νερό
Μπούχαβος:   χλωμός, αρρωστιάρης
Μπούχτσα:   παράφαγα, χόρτασα
Μπράτιμος:  
ο συμπαραστάτης του γάμου, αυτός που κάνει κουμάντο

 Μπρίκι:   καφόμπρικο, μεταλλικό για τσάι

Μπριστούρα:   κοιλιά, σκεμπές








Από το βιβλίο του Παν. Αθ. Ριζόπουλου

 ''Οι Ρίζες μας''









Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια