Διάφορες οι προλήψεις της γιαγιάς...
Προσπάθησα πολλές φορές φορές να απαλλαγώ από αυτές, αλλά δε τα κατάφερα. Τις κουβαλάω ακόμα, όπως κουβαλάω τη γιαγιά. Αυτά τα δύο πάνε μαζί και τα αγαπώ.
Ξεκινούν από τις ιστορίες για τις νεράιδες που περπατούσαν τις νυχτιές στα σοκάκια του χωριού ( «Μα σαν τις δείτε, μη τις μιλήσετε, γιατί θα σας πάρουν τη μιλιά. Και σα νυχτώσει, δεν πρέπει να σφυρίζετε γιατί θα σας ακούσουν και θα ΄ρθούν»).
Πολλές ήταν οι φορές που περπατούσαμε νύχτα στα δρομάκια του χωριού, με την ελπίδα ότι θα συναντούσαμε κάποια νεράιδα. Μα δε θα της μιλούσαμε -φόβος και γοητεία συνάμα!
Σαν ερχόταν το ηλιοβασίλεμα, τρέχαμε πεινασμένοι στο σπίτι ζητώντας μια φέτα ψωμί. «Όταν βασιλεύει ο ήλιος, δεν κάνει να τρώτε» έλεγε η γιαγιά. «Έτσι έκανα μικρή εγώ και έχασα τη μάνα μου».
Στεκόμασταν τότε στο παράθυρο και περιμέναμε τη δύση του ήλιου.
- Και που πηγαίνει τώρα ο ήλιος γιαγιά;
- Στο σπίτι του, να κοιμηθεί.
- Και που είναι το σπίτι του;
- Πίσω από το βουνό.
Στα απαγορευμένα ήταν και το ράψιμο ενός κουμπιού δίχως να βγάλουμε το ρούχο από πάνω μας. «Αν ράβεστε πάνω σας, θα ξεχνάτε συνεχώς» έλεγε. «Θα χάσετε το θυμητικό σας». Αν βιαζόμασταν έπρεπε πρώτα να δαγκώσουμε τρεις φορές το μικρό μας δαχτυλάκι. Έτσι δε θα μας πρόδιδε η μνήμη μας. Ακόμη και σήμερα όταν ράβω κάτι βιαστικά πάνω μου, δαγκώνω το δάχτυλό μου!
Κάτι άλλο που πρόσεχε πολύ ήταν να μη τύχει και ξεχάσει την μπουγάδα έξω από το σπίτι μετά τη δύση του ήλιου. Έτσι και συνέβαινε αυτό, δεν φορούσαμε τίποτε αν δε το σιδέρωνε πρώτα με το σίδερο που γέμιζε αναμμένα κάρβουνα για να ζεσταθεί. Σιδερώνοντας τα ρούχα, θα καίγονταν τα στοιχειά της νύχτας που είχαν φωλιάσει μέσα τους.
Αλλά και πουλιά είχαν τη θέση τους στις προλήψεις. Και στο χωριό ήταν πολλά. Άλλοτε κρυμμένα στις φωλιές των δέντρων και άλλοτε πετώντας χαρούμενα, μας συντρόφευαν με το κελάηδισμά τους στα λιβάδια και τους μπαξέδες. Σαν ερχόταν όμως ο κούκος, εκτός από την άνοιξη, έφερνε και το φόβο μαζί του. «Όταν τον πρωτοακούσετε, μη σας βρει νηστικούς» έλεγε η γιαγιά. Αυτό μας έκανε να τσιμπολογούμε συνεχώς, ώστε όταν τον ακούσουμε να είναι το στομάχι μας γεμάτο.
Ύστερα ήταν η κουκουβάγια. Αν στεκόταν πολλές ώρες πάνω σε ένα σπίτι, έλεγε η γιαγιά:
«Να δούμε τι κακό θα φέρει» και έκανε τον σταυρό της. Τι έφταιγε το κακόμοιρο το πουλί και το θεωρούσαν προάγγελο κακών μηνυμάτων;
Προλήψεις τόσες... κι άλλες τόσες....
Καλού κακού όμως, ας προσέχουμε.
Κανείς δεν ξέρει όσα ήξερε η γιαγιά.
Της Όλγας Κοκκίνου, από το βιβλίο της «Η γιαγιά Πηνιώ»
© tsardaki.gr
http://www.tsardaki.gr/2013/04/blog-post_4131.html
0 Σχόλια