ΤΙΤΛΟΙ

8/recent/ticker-posts

Λαγκιώτικο Γλωσσάρι (Ζ, Η, Θ, Ι, Κ)

Από το βιβλίο του Παν. Αθ. Ριζόπουλου ''Οι Ρίζες μας''





Ζ 


ζαβός: παλαβός, τρελλός

ζάει: ζει

 ζαλίκι: φορτίο στην πλάτη
ζαλωμένος: (ζαλώνω) φορτωμένος στην πλάτη
ζαμαναριά: χοντρή

ζαμπραχιάρης: αρρωστιάρης

ζαχιρέ: αποθήκη ζωοτροφών για τον χειμώνα

ζερβός: αριστερός

ζηλαβός: σκληρός

ζιάμπακας: βάτραχος

ζιαμπί: σίδερο, ασφάλεια πόρτας

ζιάσκας: νάνος

ζιουρίζομαι: δυσκολεύομαι

ζιούσκα: πρήξιμο, όγκος 

ζοντόβουλο: στραβόξυλο, ανάποδο

ζουλάπι: αγρίμι

ζουπάει: πατάει

ζουρλάθηκε: τρελλάθηκε



 Η

 ημείς: εμείς

ησύ: εσύ










 Θ 



θέρμη: πυρετός

θιαμένω: θαυμάζω



 Ι 

ιδιάζω: αραδιάζω, κλωστιές για τον αργαλειό 

ιλιάτσι: γιατρικό, γιατροσόφι 

ιμπρέτ: απελπίζομαι

ισνάφι: παρέα στην εργασία,ομάδα ίδιων επαγγελμάτων 

ιτς: τίποτε


Κ 

καγκέλια: δρόμος σε πλαγιά, ζιγκ ζαγκ
καδί:
ξύλινο δοχείο, όπου αλατίζουν το κρέας ή κάνουν αρμιά

καζάντσε: (καζαντώ) πλούτισε, έβγαλε χρήματα

καΐπιοσε: έκρυψε, εξαφάνισε 

κάκιωσε: (κακιώνω) θύμωσε

κακάρωσε: (κακαρώνω) νεκρώθηκε, τελείωσε

 κακάβι & κακαβούλι: μικρό δοχείο μπακιρένιο που χρησιμοποιούσαν στη στάνη για το γάλα -μικρό και μεγάλο
καναγκιουρίσιο: παλιού καιρού

κανέστρα: μαλάθα

κανίσκι: δώρο του γάμου

καρδάρι: δοχείο ξύλινο για άρμεγμα 

καρσί: απέναντι

καρυά: καρυδιά

κάσια: μακάλο, αλευριά

κατασταλαή: στάχτη από ξύλα με νερό βρασμένο για πλύσιμο ρούχων 

κατσλάκης: κλέφτης

κατώι: υπόγειο

κάψα: η πολύ ζέστη το καλοκαίρι
καψάλτσε: έφυγε, πίσω από το βουνό
καψούραβο: το χωράφι σε πλαγιά, το αδύνατο

κιβούρι: μνήμα, τάφος

κίντσε: (κινώ) κίνησε, ξεκίνησε

κιοτής: δειλός 

κιπρί: κουδούνι γαλβανιζέ, είδος καμπανάκι, το έβαζαν στα γίδια για να ξεχωρίζει από το κουδούνισμα των προβάτων 

κλάπες: στρογγυλά ξύλιναμε δέρμα που τα φορούσαν κάτω στα πόδια ή για βάδισμα στα χιόνια 

κλέτσκες: βελόνες που πλέκουν

κοσιέρα: μεγάλο καλάθι

κολιάστρα:

κόλιντα: κάλαντα, καρναβάλια 

κοπανέτσα: το βρέφος τυλιγμένο στα ρούχα
κορδέλια:
παπούτσια

κόσα: πλεξούδα μαλλιών

κότσκα: κλωσσαριά

κουμάσι: κοτέτσι

κουναριά: κούνια

κούρβα: γυναίκα κακιά

κουριμάδα: χήρα που δεν στέκει καλά
κουρκούτι: αλεύρι με νερό, όχι πηχτό
κουντούσια:
είδος παλτού χωρίς μανίκια. Το φορούσαν κάτω από την φλοκάτα (είδος φορέματος)

κόφα: ξύλινο παγούρι στους γάμους για κρασί

κόχη: γωνιά μπροστά στο τζάκι

κριάσι: κρέας

κούτρα: κεφάλι, μυαλό






Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια