Λαγκιώτικο Γλωσσάρι (A)
αγγειό: σκεύος κουζίναςαγγούσα: βάσανααγιάζι: χαραυγή, βροχούλααγκαστρωμένη: έγγυοςαγλί: αλίμονοαγρικώ: καταλαβαίνω (άγριξε, κατάλαβε, έβαλε μυαλό)ακούμψε: ακούμπησεάκσες: άκουσες (ακούω)αλάργα: μακριάαλισβερίσι: συναλλαγήαμπαρώνω: κλειδώνω (αμπάρα-το ξύλο που ασφσαλίζει την εξώπορτα)αμπόχνω: σπρώχνωάμπουρας: ατμόςάναργος: αργός, σιγανόςανασκερώ: καθαρίζωανατσιριάζω: ανατριχιάζωανέσωτο: ανίκανοάνξα: άνοιξα, ανοίγωαντάμα: μαζίανταμώνω: συναντώαντάρα: ομίχληαντιριέμαι: διστάζωανυπρόκοπος: αυτός που δεν κάνει προκοπή, δεν προοδεύειαξίκικο: έλλειμαάξιος: δυνατός, ικανόςαπικάζω: καταλαβαίνωαπόλκε: τελείωσε, σχόλασε (απολύω)απιοκρίθηκα: απάντησααπόμκα: έμεινα (απομένω)απόπατος: αποχωρητήριοαπορρίχνω: αποβάλλω, γεννώ νεκρόαποσταμένος: κουρασμένος (αποσταίνω)απόστασα: κουράστηκααπόσχτσε: γέννησε (αποχτώ)αράδα: σειράαραλίκι: αράζω, αδιαφορία,έλλειψη άγνοιας,ξεκούρασηαραμπάς: άμαξα, κάροαρματώνομαι: στολίζομαι (άρματα)αρνοκόκι: αρνόματο, αρνόμαλοαρτίθηκε: παραβίασε τη νηστεία (αρταίνομαι)ασκέρι: ομάδα στρατούαστοχώ: ξεχνώ (αστόισε=ξέχασε)ατζαμής: αμάθευτος, αδέξιοςατζίδας: έξυπνοςάτιχα: τάση για εμετόαυγατάω: αυξάνω, μεγαλώνωάφκα: άφησααφουγκράζομαι: κρυφακούωαχαΐρευτος: άχρηστος, ανυπρόκοποςαχάλαγος: καταραμένοςαχαμνός: ο όχι καλός, ο κακόςαχαμπέρωτος: (αστ+χαμπέρι) χοντροκέφαλος,ανυποψίαστοςάχαρα: άσχημααχμάκης: παλαβός, ελαφρόμυαλοςάχυρο: το υπόλλειμα του σταχυού ή της βρίζας μετά το αλώνισμααψύς: απότομοςαψυχώ: λυπάμαι
Από το βιβλίο του Παν. Αθ. Ριζόπουλου ''Οι Ρίζες μας΄΄Επιστ. επίβλεψη: Ν. Δασκαλάκης
0 Σχόλια