ΤΙΤΛΟΙ

8/recent/ticker-posts

Λαγκιώτικο Γλωσσάρι (A)



αγγειό: σκεύος κουζίνας

αγγούσα: βάσανα

αγιάζι: χαραυγή, βροχούλα

αγκαστρωμένη: έγγυος

αγλί: αλίμονο

αγρικώ: καταλαβαίνω (άγριξε, κατάλαβε, έβαλε μυαλό)

ακούμψε: ακούμπησε

άκσες: άκουσες (ακούω)

αλάργα: μακριά

αλισβερίσι: συναλλαγή

αμπαρώνω: κλειδώνω (αμπάρα-το ξύλο που ασφσαλίζει την εξώπορτα)

αμπόχνω: σπρώχνω

άμπουρας: ατμός

άναργος: αργός, σιγανός

ανασκερώ: καθαρίζω

ανατσιριάζω: ανατριχιάζω

ανέσωτο: ανίκανο

άνξα: άνοιξα, ανοίγω

αντάμα: μαζί

ανταμώνω: συναντώ

αντάρα: ομίχλη

αντιριέμαι: διστάζω

ανυπρόκοπος: αυτός που δεν κάνει προκοπή, δεν προοδεύει

αξίκικο: έλλειμα

άξιος: δυνατός, ικανός

απικάζω: καταλαβαίνω

απόλκε: τελείωσε, σχόλασε (απολύω)

απιοκρίθηκα: απάντησα

απόμκα: έμεινα (απομένω)

απόπατος: αποχωρητήριο

απορρίχνω: αποβάλλω, γεννώ νεκρό

αποσταμένος: κουρασμένος (αποσταίνω)

απόστασα: κουράστηκα

απόσχτσε: γέννησε (αποχτώ)

αράδα: σειρά

αραλίκι: αράζω, αδιαφορία,έλλειψη άγνοιας,ξεκούραση

αραμπάς: άμαξα, κάρο

αρματώνομαι: στολίζομαι (άρματα)

αρνοκόκι: αρνόματο, αρνόμαλο

αρτίθηκε: παραβίασε τη νηστεία (αρταίνομαι)

ασκέρι: ομάδα στρατού

αστοχώ: ξεχνώ (αστόισε=ξέχασε)

ατζαμής: αμάθευτος, αδέξιος

ατζίδας: έξυπνος

άτιχα: τάση για εμετό

αυγατάω: αυξάνω, μεγαλώνω

άφκα: άφησα

αφουγκράζομαι: κρυφακούω

αχαΐρευτος: άχρηστος, ανυπρόκοπος

αχάλαγος: καταραμένος

αχαμνός: ο όχι καλός, ο κακός

αχαμπέρωτος: (αστ+χαμπέρι) χοντροκέφαλος,ανυποψίαστος

άχαρα: άσχημα

αχμάκης: παλαβός, ελαφρόμυαλος

άχυρο: το υπόλλειμα του σταχυού ή της βρίζας μετά το αλώνισμα

αψύς: απότομος

αψυχώ: λυπάμαι



Από το βιβλίο του Παν. Αθ. Ριζόπουλου ''Οι Ρίζες μας΄΄

Επιστ. επίβλεψη: Ν. Δασκαλάκης

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια